ΟΙ  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ

 

 

Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιάννη Υφαντή, ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩ-
ΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ*, εκδόσεις ΑΧ, 2009, δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη, σελίδες 530.

Σε όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας.
Κεντρική διάθεση: «Βιβλιοβάρδια», Αριστοτέλους 8, Θεσσαλονίκη, τηλέφωνο - φαξ: 2310-220415,
info@vivliovardia.gr και yannisyfantis@yahoo.gr

_______________
*ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ: Όλες οι ποιητικές συλλογές, κι ακόμη, όλα τ’ ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Υφαντή, σ’ έναν τόμο.
Οι μεταμορφώσεις του Μηδενός· επειδή όλοι οι αριθμοί κι όλα τα γράμματα είναι μεταμορφώσεις αυτού του μαγικού σχήματος που λέγεται Μηδέν· επειδή όλα τα ποιήματα κι όλα τα όντα, είναι μεταμορφώσεις του Μηδενός (δηλαδή του Κανενός), όντας όψεις της Μάγια, της Μεγάλης Ψευδαίσθησης, μέσα στην οποία ζούμε, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, «Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων», ανάμεσα στις «Μάσκες του Τίποτε».

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:

«… Με μόνη του δύναμη τον έρωτα και τη γλώσσα, με μόνη του σκέψη την παρηγοριά της διαρκούς συμμετοχής του στο σύμπαν, πορεύεται για παντού, ο πρίκηψ-ποιητής Ιωάννης Υφαντής, καταγόμενος από τον κόσμο και καταλύοντας στο λάλον ύδωρ.

Διαβάζοντας κανείς την ποίηση του Γιάννη Υφαντή, νοιώθει να βγαίνει στους δρόμους, να συναντά τους αγγέλους και μαζί τους ν’ ακολουθεί τη μαχητική πορεία διαμαρτυρίας κατά των βάσεων της εξουσίας και της υποκρισίας, κρατώντας το πλακάτ του ονείρου, του έρωτα και της ελευθερίας»  Διονύσιος Καρατζάς, περ. «Νέο Επίπεδο», Φεβρουάριος 2000.

 

«…Ο Γιάννης Υφαντής, ο πιο αιρετικός και βλάσφημος, αλλά ίσως και ο πιο ένθεος Έλληνας ποιητής που υπάρχει σήμερα....»  Δημοσθένης Κούρτοβικ (εφ. Τα Νέα, 17.7.1992).

 

 «...Ο Υφαντής "πιστεύει" στην "ηλιακή-βασιλική" καταγωγή του και στο ότι επιπλέον αποτελεί συνέχεια των χρισμένων θεϊκών ποιητών που δεν κατακτούσαν τη γνώση με κανέναν άλλο τρόπο, ει μη μόνο μελετώντας τα ίδια τα ζωντανά όντα…» Γιώργος Μαρκόπουλος, (ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ, Νεφέλη 1994).

 

«….Στο χώρο της ποίησης, θα δώσω ιδιαίτερη έμφαση στη συλλογή Ναός του Κόσμου του Γιάννη Υφαντή, του πιο ιδιότυπου και πιο οργιαστικού από τους εν ενεργεία ποιητές μας. Ο φυσιοκρατικός μυστικισμός του βρίσκει εδώ μερικές από τις ωραιότερες εκφράσεις του…»   Δημοσθένης Κούρτοβικ, ("Τα ΝΕΑ",30 Δεκ. 1997)

 
_____   «…Όπως το ήθελαν οι μυστικοί το κάθε τι είναι ένα γράμμα, το κάθε τι είναι μια φράση· το παιχνίδισμα της ύλης στα μάτια μας συνιστά αναγραμματισμούς ενός θεϊκού αλφαβήτου. Για τον Υφαντή το λυρικό έργο είναι η αποκεκαλυμμένη γραμματική ακολουθία αυτής της επ’ άπειρον νοηματοδότησης των πάντων, μέχρι την άρρητη, πρωταρχική σημασία, την πηγή του κόσμου». Ευγένιος Αρανίτσης, (Ελευθεροτυπία, 28 Μαΐου 1997).___


            «…Ο αγαπημένος μου τα τελευταία χρόνια Νεοέλληνας ποιητής... Η αστραφτερή ποιότητα της δουλειάς του Υφαντή θα πρέπει να ευθύνεται για τη συνωμοσία σιωπής με την οποία τον αντιμετωπίζουν οι μαφίες των μετρίων και των δημοσιοσχετιστών, οι οργανωμένες - ιδιωτικές ή κρατικές- κλίκες των γραμμάτων μας. Άλλοτε νεκροφιλικά σοβαροφανής κι άλλοτε νεόπλουτα άξεστη, η Ελλάδα των χρόνων του ψευτοεκσυγχρονισμού, μάλλον δεν χρειάζεται τους αληθινούς ποιητές όπως ο Υφαντής…». Βαγγέλης Ραπτόπουλος, εφ. «Τα ΝΕΑ», Σαββατοκύριακο 6-7 Απριλίου 2002._

__

«…Ο Υφαντής, αυτός ο Έλληνας μυστικός.....Άλλοτε γαλήνιος και γλυκός, άλλοτε οργισμένος και σαρκαστικός, ρεαλιστικός και ενορατικός, γήινος και μαζί οραματικός, ποιεί τον κόσμο εξαρχής σπάζοντας τις κατασκευές-κλουβιά, που δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να χαρούν τη ζωή "στη μυστική της πρώτη αξία", όπως έγραφε ένας άλλος μυστικός της νεοελληνικής ποίησης, ο Άγγελος Σικελιανός.  Θ.Ε.Μαρκόπουλος, (Παρέμβαση 100, Φθιν. 1997).

 

 

 

 

ΜΕΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΦΤΑ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

«ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ»

 

 

ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ

 

 

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

 

Όλα του Μηδενός μεταμορφώσεις είναι· μάγια.

Φόρεσε δαχτυλίδι το Μηδέν και ξόρκισε τη Μάγια.

 

 

NON FER MAI… NE FUR TAI

 

Κι ο Οδυσσέας χρειάστηκε

να μεταμορφωθεί σε πέστροφα του Ασπροποτάμου

για ν’ ανεβεί ως τα θρυλικά χωριά Ραΐνα, Ποταμούλα και Φραγκόσκαλα

και να παραβρεθεί σε μάχη κριαριών Αύγουστο μήνα.

 

Κ’ ήρθαν πολλοί που τώρα δε θα ονοματίσω.

Κι ούτε θ’ αναφερθώ στο νικητή και στις κραυγές Ραμ Ράμα Ρα.

 

Θέλω μονάχα ν’ αναφέρω πως στους καλεσμένους δώσαμε οι ντόπιοι

δώρα πολλά που ανάμεσά τους

ξεχώριζε το που ’δωσε ο παππούς μου του Ιθακήσιου βασιλιά:

Μια κάπα κεντημένη που

con piú color sommesse e soprapposte,

non fér mai drappi Tartari né Turchi,

né fur tai tele per Aragne imposte.

 

 

ΣΤΙΧΟΙ

 

I

Κι έρχονται οι άξεστοι βουνίσιοι άνεμοι

ντυμένοι τα βαριά αρώματα της ρίγανης και του ελάτου

έχοντας άλλος στο μανίκι άλλος στο γόνατο

την ασημένια λάμψη απ’ τ’ άγγιγμά τους σε μια κρύα πηγή.

 

II

Α γέμιση του φεγγαριού και δέση των νερών·

κρένοντας η κρυότερη μορφή σα ρέει στη στέρνα

έναρθρο το ανάστημα τρέμει των καλαμιών.

 

III

Κ’ οι νέρινες γυναίκες του συντριβανιού

υψώνουνε το δροσερό κορμί τους ρίχνοντας

η μια στην άλλη λόγια δροσερά

σαν το κορμί τους, σαν την όψη τους.

 

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΑΠΙ ΤΟΥ ORANGE

 

Το μεγάλο χάπι του ORANGE

είν’ ένας ήλιος που ’πεσε στη θάλασσα

είναι

ένας τιτάνιος δίσκος που

παλεύει να γλυτώσει απ’ το νερό τσιρίζει και

αφρίζει

αφήνοντας φωτός ένα χυμό.

Το μεγάλο χάπι του ORANGE

κυνηγημένο από πόνο και ηδονή στριφογυρίζει

ανεβο

κατεβαίνει βράζει και

σβήνει

βάφοντας το νερό πορτοκαλί.

Το μεγάλο χάπι του ORANGE

ησύχασε·

διαλύοντας

το σχήμα του που αντιστέκονταν

ησύχασε

κ’ είναι συμφιλιωμένο πια με το νερό

με τον πνιγμό

με όλα.

Το μεγάλο χάπι του ORANGE

ταξιδεύει τώρα στις φλέβες μου και

χαίρονται

τα αγαθά των βιταμινών

όλοι

οι κάτοικοι

ως τ’ ακρότατα σύνορα του κορμιού μου.

 

 

ΜΑΘΗΜΑ

 

Δέκα ενιαυτούς οι Αχαιοί

πολιορκούσανε την Τροία-

όπως πολιορκούν τα σπερματόζωα τ’ ωάριο

όπως πολιορκούνε οι ψυχές τον Ήλιο

ή οι νυχτερίδες το Φεγγάρι- όπως

δέκα ενιαυτούς οι Αχαιοί

πολιορκούσανε την Τροία.

 

Κι επάνω στη χρονιά τη δέκατη

τη δίσεκτη την τόσο τυχερή

σαν πέος μπήκε το παλιάλογο ο Δούρειος

και την κατάχτησαν την Τροία οι Αχαιοί.

 

Λοιπόν;

 

 

ΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ

 

Ω Ξειν’

Ίνα και πότ’ εών εν πατρίδι γαίη

μνήση εμεί.

Δούλεψα στο κάτεργο ενός κύκνου και

Σε μιας νυχτερίδας τους έλικες

τώρα κυβερνώ

Το νεκρικό καράβι του Φαραώ Σέσωστρι. Παραπλέοντας

Την προκαμβιανή περίοδο

ο μαγνήτης του Σέριθ κ’ οι πύρινες

σφαίρες

του χάους,

Ο σκοπευτής της σβούρας κι ένας πράσινος

χερσαίος,

κρατώντας μιας κοκκάλινη φλογέρα απ’ το φτερό

ενός αγγέλου καθώς έλεγαν,

φώναξε «λύστε τα πανιά

ο ήχος της γκάιντας βγάζει στη μνήμη,

μονάχα να φυσήξτε από ’να κέρατο

να σας γνωρίσουν τα σκυλιά και

τα πεθαμένα

πανηγύρια».

Το φως είναι παλιό μα διακρίνεις

τις φωνές και τα δέντρα· η Αργιά*

η μάνα δέντρο- κ’ η Σκαμνιά,

το ασκί που πίνει τη δροσιά

στη φούρκα της αυλής και το παράθυρο

τα κληματόφυλλα και νάτα

ανάμεσά τους

τ’ άστρα του Κύκνου και

εκείνο

τ’ άστρο του Κανενός.

Έζησα κοσκινώντας φίλους και γράφοντας στίχους

τώρα κυβερνώ

Το νεκρικό καράβι του Φαραώ Σέσωστρι…………

……………………………………………………..

Συμβαίνει συχνά να στοιχειώνουμε

Ανάμεσα σ’ αιώνες παγωμένους που κλείνουν

Το χρόνο μας· τότε

Μη έχοντας μια τράπουλα

Ντυνόμαστε τη νάρκη και φεύγουμε

Κατά τους νότιους ύπνους των προβάτων.

 

_______________

Υ.Γ. Κάποτε το κύμα σηκώνει τον ύπνο μας

Το κατάρτι αγγίζει το Σταυρό του Βορρά

στη λάμψη

Βλέπει κανένας πέρα ως πέρα ακίνητες γραμμές από κινήσεις πέρα ως πέρα

Ένα μουσείο δίχως επισκέπτες.

 

 

ΚΑΠΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ

 

Κ’ η τσέργα κρεμασμένη σάμπως ζώου αστρικού η δορά·

ή κάπα ενός αγγέλου που τη μέρα γίνεται φωτιές στα σιδεράδικα

του Αγρινίου και τη νύχτα στα λαγκάδια του Αρκτούρου

μ’ ένα ηλεκτρικό ραβδί ποιμαίνει

τα πνεύματα του βουνού.

 

 

ΣΟΜΠΑ

 

Με ποιόνε απόψε να μιλήσω Σόμπα

Γριά μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά

Σόμπα με βίδες και με πόρτα στην κοιλιά σου Σόμπα

Που υψώνεις το βραχίονά σου από μπουριά και

Μπήγεις τη ζαρωμένη σου γροθιά στον τοίχο, Σόμπα

Κι αν είναι τενεκένια η καρδιά σου και στις φλέβες σου

Τρέχει πετρέλαιο ξέρω πως

Είσαι ενσάρκωση του Άγνι και απόγονος

Της σπιτικής θεάς Εστίας και ξέρω πως

Είν’ η ψυχή σου από φωτιά· α, πόσο χαίρομαι

Σόμπα ν’ ακούω εκείνο το

Λαμπαδολαμπάδιασμα της ψυχής σου και

Να νοιώθω την

Με τα γαλάζια της ποδάρια ριζωμένη στο πετρέλαιο να χορεύει

Τη φλόγινη γύμνια της

Απλώνοντας τη ζέστα στη σάρκα μου

Στα ρούχα μου, στα βιβλία μου, σ’ όλη

Την κάμαρά μου, ακόμα και…α, Σόμπα

Πόσο με συντροφεύει η ψυχή σου εδώ μες στο κελί μου

Πόσο μου δίνει δύναμη να υφαίνω

Το κάλυμμα ετούτο του κενού· και βέβαια ’συ

Θαρρώ με νοιώθεις σ’ όλα ετούτα Σόμπα

Τι κι αν δεν έχεις μάτια, μύτη ή αυτιά

Έχεις και ’συ δα τόσες τρύπες, κάτι ξέρεις

Κι όχι μονάχα από τούτα μα κι απ’ τ’ άλλα

Τα μακρινά κι έξω απ’ το σπίτι όταν

Επάνω στην ταράτσα μου καμώνεσαι

Πως βγάζεις μες απ’ το καπέλο σου καπνό και τέτοια κόλπα

Το νοιώθω, ακούς, μυρίζεις, βλέπεις, ξέρεις για

Τα τρυφερά ποδάρια της βροχής, για τους αγγέλους

Που χορεύουν και στροβιλίζοντ’ α-

λαφροπατώντας με

Νιφάδες χιονιού, για το αίνιγμα

Της ομίχλης

Στην πόλη που γίνετ’ η

Στοιχειωμένη χώρα του δράκοντα. Σόμπα

Γριά μου χιμπατζίνα σιδερένια ζεστή μου γιαγιά

Σόμπα με βίδες και με πόρτα στην κοιλιά σου Σόμπα

Που υψώνεις το βραχίονά σου από μπουριά και… Σόμπα

Άσε με τώρα να γυρίσω την καρδιά σου στο μηδέν

Άσε ν’ ακούω ξαπλωμένος στο σκοτάδι

Της συστολής σου εκείνο το

Σιδερένιο μυρμήγκιασμα π’ όλο χάνεται,

Ενώ ο νους μου βασιλεύει και ολόκληρος

Βουλιάζω μες στον ύπνο κι εξαγνίζομαι.

 

 

Η ΚΙΡΚΗ

 

Σκέφτηκε πως καλό ήταν να ’βγαιν’ έξω· άνοιξε λοιπόν το ψυγείο

ξεκρέμασε τις σάρκες της, τις φόρεσε

κοιτάχτηκε λιγάκι στο φεγγάρι

που ήταν κρεμασμένο εκεί στο έβγα τα σπηλιάς

και κατηφόρισε.

-Πού πάει;

-Έρχεται να σας ρίξει βελανίδια σύντροφοι!

 

 

Ο ΒΑΘΥΣ ΚΗΠΟΣ

 

Και μου ’πε τ’ άλογο «κατεβαίνουμε; είναι

ένας κήπος βαθύς

με πικρά φιλόξενα δέντρα» και μέσα

στο μαύρο νυσταγμένο φως

τα δέντρα χαιρέτησαν και

«είσαστε από χρόνια εδώ;» τα ρώτησα κι αυτά

«είμαστε από τότε που ο άγγελος

γλίστρησε και χυθήκαμε απ’ το τάση του»

και τα δέντρα στέναξαν κι απ’ το μαύρο

νερό

πετάχτηκ’ ένα στρουμπουλό

φεγγαρόπουλο

που ’χε χορτάσει μάγια κ’ ύπνο και

την παρουσία του αντηχώντας

μια στέρνα μπρος μου άδεια και στεγνή φωνάζει

«κάρφωσέ το

να πιούνε οι μικρές μου παπαρούνες πρι-

όνισέ το

να φάνε τα μαρμάρινα άλογά μου» και

ένα πυρρό πουλί χυμώντας -σαφτ- τρυπά

το φεγγαρόπουλο (τα δέντρα

ανατρίχιασαν σάμπως ένα

κοντάρι να τα κάρφωσε στη ρίζα τους) κι εγώ

μόλις που πρόλαβα να ιδώ τη

γαλάζια πολιτεία των φεγγαριών και

θυμήθηκα

τη σπηλιά στο βουνό όταν έρχονταν

ν’ αράξει το καράβι των

φεγγαριανών

-διαμάντι, ασήμι- και που οι ναύτες του

γελούσαν στανικά για να φωτίσουν

τη γέφυρα· κι άξαφνα

σώπασ’ ο ψίθυρος των δέντρων, ένας άγγελος

έφτασε

κι έβγαλε το πυρρό πουλί απ’ το στήθος του

και το φύτεψε κ’ είπε «εδώ

να μείνεις

να μαραίνεσαι και ν’ ανθίζεις ώσπου να

λησμονήσεις».

 

 

ΕΔΕΜΙΚΟ

 

Ένας άγγελος χόρεψε χόρεψε κι έσβησε

αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας και το ρέμμα στερεμμένο σαν πουκάμισο φιδιού μέσα στις πέτρες και ο βράχος καπνισμένος

θαρρείς και κράτησε τον ίσκιο μιας φωτιάς ή αυτού του αγγέλου·

ακόμα η μυρουδιά πυρακτωμένου σίδερου στη μνήμη ακόμα

εκείνος ο αχός μέσα στο αίμα μας·

σάμπως βαθειές ανάσες οι φτερούγες θέριζαν το χρόνο

κι έλαμψαν τα οστά λευκά πάνω στην άβυσσο κι αδιάβαστα

κι άνοιγ’ απάνω ο ουρανός μ’ όλα τα ζώα του και τ’ άστρα,

ζώα πανάρχαια κι άστρα δροσερά μια ευφροσύνη

σαν όπως πριν από τη γνώση πριν από την πτώση,

μέσα στον κήπο του Θεού που ’χ’ ευωδιάσει δροσερή μια πυρκαγιά τον ύπνο σου

κοντά στο άσπρο βόδι και στο ζώο του Ήλιου που αναχάραζαν

ενώ το σούρουπο του κόσμου κούρνιαζε κάτω απ’ τα φύλλα της συκιάς

κι έβγαινε η πεταλούδα του βραδιού με τις σφραγίδες από έκλειψη ήλιου στα φτερά της

και στον αστερισμό του Αιγόκερω η μηλιά γυναίκα και το φίδι

γλιστρώντας στη μασχάλη του δεντρού τινάχτηκε

κι έπεσαν μπόρα τ’ άνθη πάνω σου και ξύπνησες.

Ένας άγγελος

χόρεψε χόρεψε κι έσβησε

αφήνοντας αυτή τη στάχτη ανάμεσά μας μέσα μας παντού

αυτή τη στάχτη.

 

 

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΙΗΣΟΥ

 

Για σένα Ιησού θα γράψω ένα βιβλίο πικρό επάνω σε λιασμένα μαλακά καπνόφυλλα

καθώς ο γέρος μου θα πίνει στην υγεία της φωτιάς κ’ οι δυο γυναίκες μας

μέσα στην κόκκινη κουβέρτα θα κοιμούνται σα μια ντάμα που ’ριξε ο ύπνος

πάνω στο πάτωμα. Για σένα Ιησού

θα γράψω ένα βιβλίο πικρό και θα το δώσω

να το αποστηθίσει η φωτιά να το χορεύει μπρος στη γάτα μας τη σφίγγα.

 

 

ΟΝΤΑ ΜΙΚΡΑ

 

Όντα μικρά που κάποτε μπερδεύεστε στα δάση του κορμιού μου ή που διαβαίνετε

τρεχάλα μέσα στο ανοιχτό βιβλίο μου ή που χάνεστε

στην έρημο του τραπεζιού μου ή στις λειχήνες χώρες ενός βράχου ή που σας βρίσκω

πάνω σ’ ένα λουλούδι να μαζεύετε σοφία και ηλιόσκονη· όντα

υδρόβια, μες στο χώμα ή φτερωτά, όντα της νύχτας

παιχνίδια των σεληνιακών αγγέλων με τη βούλα πάνω σας του Σκότους,

ψήγματα της δημιουργίας και που εν τούτοις και μ’ αντένες των υπόηχων και ραντάρ του πράσινου ή του γκρίζου· όντα

άλλοτε μ’ ένα σάκκο καφετί στον ώμο μπαλωμένο κι άλλοτε φορώντας

ένα κοχύλι κατ’ ομοίωση του χρόνου ή μι’ ασπίδα του Μεσαίωνα ή

μια κερασφόρα προσωπίδα ηλιακού πολεμιστή· όντα μικρά

που τα φτερά σας έχουν τ’ άστρα πάνω τους της Μνήμης κι ερυθρούς

κύκλους μικρούς ενιαυτούς και αριθμούς του Μηδενός μεταμορφώσεις ή

στιγμές καρφιά πάνω στην πύλη της Ιστάρ· όντα της μέρας

παιχνίδια των ηλιακών αγγέλων με τη βούλα του Φωτός, μεγάλα όντα

που ερωτεύεστε και ζείτε και πεθαίνετε μη ξέροντας

μη καταδέχοντας να ξέρετε ποιος είμαι και πού πάω και τι θέλω αραδιάζοντας εδώ

τα μαύρα ετούτα κόκκαλα της σκέψης μου.

 

 

ΤΣΕ ΓΙΑΓΚ

 

Ήλιος με δυο φεγγάρια έμοιαζε ο αυτοκράτορας Τσε Γιαγκ κ’ οι δυο γυναίκες του μα οι φίλοι του ήταν

άλλος στο ζώδιο του Χοίρου κι άλλος

στο ζώδιο του Πετεινού.

Τσε Γιαγκ: Ήρθε στο νου μου

καθώς μικρογραφία της ηλιακής του ασπίδας βρήκα σε ζωύφιο του καπνού·

(ζωύφιο απ’ αυτά τ’ ασήμαντα, που προσποιούνται τα ασήμαντα, επίτηδες,

για να μπορούν να φέρουν πάνω τους ακίνδυνα -χάριν των ποιητών-

σήματα, σύμβολα και χάρτες μυστικούς).

 

 

ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

 

Ακολούθησε όχι μόνο

τα χνάρια του πνεύματος στο χαρτί

 

μα και του λύκου τα πατήματα στο χιόνι.

 

 

ΤΡΩΩ ΞΑΝΑ Τ’ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΑΓΡΑΠΙΔΙΑ

 

Τρώω ξανά τ’ αγαπημένα μου αγραπίδια κ’ είναι

στυφά μέσα στην άγρια γλύκα τους.

Τρώω ξανά τ’ αγαπημένα μου αγραπίδια νοιώθοντας

κάτι από κείνη την

ελευθερία των αγριμιών που τρέχουν σίγουρα

μέσα στο ένστιχτό τους, δίχως

τον εξευτελισμό της εκλογής. Έλα λοιπόν:

Άναψε πάλι πάθος και αγίασε τις πράξεις μου

έλα και γλύτωσέ με από

τον εξευτελισμό της εκλογής. Έλα λοιπόν.

 

 

ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

 

Και φέρναμε το καζάνι περασμένο στο ξύλο πάνω στους ώμους μας

Όπως μετάφεραν οι παλαιοί τα σκοτωμένα αγρίμια κάπρους και αρκούδες.

Κ’ η χλόη του ακρόδασου μας κοίταζε με τα λουλούδια της που έλαμπαν

Καθώς ανέβαινε ο Ήλιος αγαθό θηρίο καθώς ζωντάνευε

Η μαγική εικόνα της πανάρχαιας τράπουλας.

Και φρέσκοι κρόκοι είχαν φυτρώσει εκεί που πάτησε η Αυγή

Πάνω στο μονοπάτι του Φθινόπωρου. Κ’ οι μέρμηγκες

Είχαν ξυπνήσει και κινούνταν μουδιασμένοι γύρω από τις τρύπες τους, αθόρυβοι

Όπως οι σκέψεις μας, κι αν έσκυβες

Έβλεπες να γυαλίζει πάνω τους η όψη σου.

Σταθήκαμε

Και τότ’ εσύ πλησίασες στο βάτο και κατούρησες κι ανέβαιν’ ο αχνός, σα στοχασμός

Σαν προσευχή του βάτου προς τον Ήλιο.

Κ’ ύστερα

Μες από τ’ ανθισμένα ρείκια προχωρώντας σκέφτομουν που τίποτε

Δεν βλέπαμε με περιφρόνηση, για τίποτε

Δεν καταδεχόμασταν

Την αστεία ευσπλάχνιση, μόνο

Μ’ εκλεκτή συγκίνηση

πλησιάζαμε ή αγγίζαμε

Κάθε μαγεμένο μας σύντροφο (άλλοι πέτρωσαν

άλλοι ρίζωσαν

άλλοι αγρίεψαν).

 

Τέτοια σκεφτόμουν ώσπου βγήκαμε απ’ το δάσος των ρεικιών κατά το ρέμμα, όπου

Ξαφνικά: ο Θάνατος.

Θυμάσαι το Θάνατο;

Φορούσ’ ένα γουρούνι ψόφιο και μπαινόβγαιναν  οι μύγες απ’ τις τρύπες. Μπρος στον Ήλιο, ο Θάνατος.

Και το νερό με το μακρύ του πρόσωπο καθρέφτιζε τον Ήλιο, παρασέρνοντας

Το είδωλό του. Και κουδούνισε

(εκεί στα πόδια σου στον άμμο) το πλευρό του αλόγου:

αλαφρύ

κυρτό-

τόξο του Τίποτε.

 

Και φέραμε το καζάνι περασμένο στο ξύλο πάνω στους ώμους μας.

Κ’ ηύραμε τους εργάτες να γυρίζουν το ροδάνι πάνω από τη στέρνα.

Κι αναρωτήθηκα μην όλα μες στον κόσμο

Γίνονται από το γύρισμα αυτό του ροδανιού, μην όλα

Γίνονται για το γύρισμα αυτό του ροδανιού.

 

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

 

Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια.

Χτες γεννηθήκαν και πώς ξέρουν κιόλας

με τόση ακρίβεια

όλα τα κατσικίσια πράματα.

Θαρρείς και σπούδαζαν κατσικοσύνη μια ολόκληρη

αιωνιότητα.

 

 

 

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ

 

 

Ο ΛΟΓΟΣ

 

I

Εν αρχή ην ο Λόγος

κι ούτε που ξέρω λόγος τι θα πει.

 

Ω Μέμφις

των μυρμηγκιών·

ιερογλυφικά θ’ αφήσω μόνο

τ’ άσπρα μου κόκκαλα

λευκή υπογραφή πάνω στην έρημο

κάτω από τ’ άστρα.

 

II

Εν αρχή ην ο Λόγος

κι ούτε που ξέρω Λόγος τι θα πει.

 

Στις πυραμίδες τίποτε δεν έμαθα.

 

Ο Σείριος ήταν τότε αρχηγός των πλημμυρών.

 

Δεν είχα κήπο.

 

Κ’ οι Νασαμώνες ζούσαν δυτικά και είχαν σπίτια από άσπρο κι από κόκκινο αλάτι.

Και ο Ραμψίνιτος κατέβαινε στον Άδη για να παίζει με τη Δήμητρα πεσσούς.

Και δύο λύκοι οδηγούσαν τον τυφλό ιερέα στο ναό.

Κι ο Χέοπας που έβαλε την κόρη του σε οίκο ανοχής για να μπορέσει να τελειώσει τη

Μεγάλη Πυραμίδα.

Κι ο Μυκερίνος που αγάπησε την κόρη του και πλάγιαζε μαζί της·

κι όταν η κόρη πέθανε την έκλεισε σε μια χρυσή αγελάδα για να μη χαθεί μέσα στη

γη.

Κι εγώ ζούσα στους βάλτους μ’ ένα δίχτυ για τα ψάρια.

Κι ούτε που ξέρω Λόγος τι θα πει.

 

Α να μπορούσα να κοιτάξω απ’ τα παράθυρα

του ανεμοστρόβιλου.

Μια πεταλούδα καθισμένη σε μια φλούδα πεπονιού που πλέει στο Νείλο.

Μην είναι η πεταλούδα τούτη τα πανιά του καραβιού της Ίσιδας;

Μην είναι η πεταλούδα τούτη η σκηνή του βασιλιά πάνω στο πλοίο του Θανάτου;

Κι ούτε που ξέρω Λόγος τι θα πει…

 

Άλφα ο Άντρας κ’ η γυναίκα Ωμέγα·

ώ η γυναίκα ω

και οι καμπύλες της

πύλες του αλφάβητου.

Τάχα θα καταφέρω να ενώσω αυτά τα γράμματα σε Λόγο;

 

ΙΙΙ

Ποια μουσική φυσάει και λυγίζουνε τα χάλκινα σπαθιά και κυματίζουν όπως

μούσκλα σε τρεχούμενο νερό;

Ποια μουσική;

Φυσά ο χρόνος και γυρίζει η φτερωτή των εποχών.

Κύμα σηκώνεται και κύμα πέφτει.

Βιβλίο από πηλό· μα έχω κλείσει

το φοβερό μου μυστικό μες στην παρένθεση

των δύο μηνίσκων της Σελήνης.

Τάχα θα μου δανείσουνε τα ζώα τους

οι Ευαγγελιστές;

Τάχα θα καταφέρω να ενώσω αυτά τα ζώα σε μια σφίγγα;

 

 

ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

1

Όπως το ρόδι μη αντέχοντας το βάρος

του μυστικού του πέφτει και

μες στον καθρέφτη τ’ ουρανού γίνεται άστρα.

 

2

Με πήρε η μάγισσα στο σπίτι της

με πήρε η αρκούδα στη φωλιά της

με πήρε η φωτιά στη σκήτη της.

 

3

Όμως ποιος θα μπορούσε να ψαρέψει στον καθρέφτη;

 

 

 

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ

 

Φυσά το άπειρο· φουσκώνει το πανί του ουρανού.

 

Το κόκκινο σκυλί μου εκεί στο διάσελο κι εγώ

κάτω απ’ τον κέδρο να στοχάζομαι

κρατώντας το φτερό του κεραυνού.

 

Μπαίνει η μέρα κάτω στην κοιλάδα και κορνάρει μ’ έναν κόκκορα.

Γκαρίζει μακριά ο γάιδαρος τη χωριατιά και την οκνότητα.

 

Μ’ άμφια μούσκλα και ποδήρη καταρράχτη θα σε δω

στη λειτουργία του νερού.

 

Ακούγονται οι σφυριές του μαραγκού.

Καρφώνει τάχα ένα σανίδι ή επίμονα

χτυπά την πόρτα του Θεού;

 

Γίγαντες-πύργοι ακρίτες της ΔΕΗ κρατούν τα σύρμα­τα.

Μιας πεταλούδας στον αέρα πιάνω σήματα.

Ένα αγκάθι-άστρο μες στο χάος στο γκρεμό.

 

Κράζει ο κόρακας ψηλά αντικρύζοντας τον έρημο καιρό.

 

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

Με φως μιλώντας άδειασες τον Ήλιο·

τώρα ο Ήλιος βρίσκεται σε έκλειψη

κι εσύ το ακάνθινο στεφάνι του φορείς.

 

 

 

ΑΠΟΓΝΩΣΗ 1983

(Μεγάλη Εβδομάδα)

 

1

Δάγκωσε η καρδιά μου το αγκίστρι των αγγέλων. Αχ,

στριφογυρίζω, δοκιμάζω

θέσεις και στάσεις, προσπαθώ

μήπως κι αποκολλήσω το αγκίστρι απ’ την καρδιά μου.

 

Δάγκωσε η καρδιά μου το αγκίστρι των αγγέλων γιατί σκέφτηκα

πως είμαι ο ΙΧΘΥΣ στου Γαλαξία τα νερά.

Ήτανε ύβρις τούτο Κύριε; Ήτανε ύβρις;

Είπα πως είμαι ο ΙΧΘΥΣ στου Γαλαξία τα νερά. Ε, και λοιπόν;

Ήτανε τούτο λόγος για να στείλεις τους αγγέλους σου

να με ψαρέψουν;

 

2

Πάνω που έδυσε η λευκή σελήνη του FRANOL και βαθιανάσανα και είπα

«δόξα σοι ο Θεός»,

νάτα που ανάτειλαν φεγγάρια νέα στης ζωής μου τον ορίζοντα:

FRIZIUM, VALIUM, TAVOR, LEXOTANIL και MOGADON και RYTHMODAN και TENORMIN

Άσπρα και κίτρινα και ροζ και κόκκινα φεγγάρια έχουν μπει σε τροχιά γύρω απ’ το νου μου,

φεγγάρια που θα λειώσουν με το φως τους το αγκίστρι σου Θεέ ή θα ξεμπλέξουν

των νεύρων μου τους κόμπους. Ω Θεέ

πάρε τα πλούτη και τη δόξα που δεν έχω και

δώσε μου πάλι τη γαλήνη του κορμιού και της ψυχής. Κύριε κάνε το.

 

3

Και το κρεβάτι που για σένα ήταν ο τόπος της γαλήνης και της έκστασης

έγινε πια του μαρτυρίου σου ο τόπος.

Άστρα με το μαγνήτη σας τραβήξτε τα καρφιά·

το δροσερό σας φως ας γίνει βάλσαμο

ν’ αξιωθώ έξω απ’ το θάνατο τον ύπνο.

 

4

Άγρυπνο με κρατεί η τρομερή σου παρουσία

η αόρατη.

Από χαρά ή από φόβοι αγρυπνώ;

Σ’ έχω μαντέψει σ’ έχω οσφρανθεί από καιρό

πύρινη όψη μου στα σύνορα του χρόνου.

 

5

Βάδιζα λυπημένος παρά θιν’ αλός. Έβλεπα πέτρες

να λάμπουνε λουσμένες απ’ τη χάρη του νερού και τα μικρά

κρανία των κοχυλιών και τα σκληρά

μαύρα φτερά που ’ναι οι καλύβες των μυδιών.

Βάδιζα και σκεφτόμουν που μ’ αρνήθηκε ο Θεός

κ’ είναι η καρδιά μου καρφωμένη όπως είναι ο άρτος καρφωμένος απ’ τη λόγχη στο βωμό

κ’ είναι η ψυχή μου ακήδευτη. Ορφάνια

του έρημου ανθρώπου. Ορφάνια

και θλίψη τ’ άρρωστου κορμιού κοντά στη θάλασσα.

 

6

«Εν γη αβάτω και ερήμω». Κάπου

το έχω συναντήσει αυτό. Ίσως τότε

λίγων μηνών που πέθαινα και γίνηκα καλά με μία διάβαση. Και τώρα; Ω

δρόμοι του Άθωνα.

Το ξύλο δράκοντας κ’ η κάμπια να κινείται σα σφυγμός.

Δρόμοι φιδοπερπάτητοι, ηλιοπερπάτητοι, πέτρινοι δρόμοι.

Και γύρω η Παναγία Θάλασσα (αχ θάλασσα)

με τον ομφάλιο λώρο της ρυάκι σε πηγή

βαθειά όσο του γιου της η πληγή.

 

7

Έλα ανθρώπινο κορμί πέρνα επάνω μου

θαυματουργή εικόνα πέρνα επάνω μου

κι απ’ την αρρώστια του θανάτου γιάτρεψέ με.

Έλα ανθρώπινο κορμί, έλα επάνω μου.

φέρε τη στύση μου ως τα βάθη του αιδοίου σου

κλείσε με στο λουλούδι σου αιώνιο δέντρο.

 

 

ΘΕΛΩ

 

Φύτρωσαν μάτια τα φιλιά σου στο κορμί μου

δεν αντέχω

άλλο την ομορφιά σου να κοιτώ.

Θέλω να σε μερώσω με το χάδι

θέλω να σ’ αγριέψω με το χάδι

θέλω

μέσα σου να χυθώ.

 

Προσκυνώντας σε

τρέμοντας

   θέλω

μ’ όλο μου το κορμί θέλω παντού να σε αγγίξω· θέλω

σαν πληγωμένο αγρίμι να μουγγρίξω

θέλω

μέσα σου να χαθώ.

 

 

ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

 

Είτε εκσπερματώνω μες στη Λίλη

είτε εκσπερματώνω μες στη Νίνη

είτε εκσπερματώνω μέσα στη Μεμέ

πάντα μέσα στο σύμπαν χύνω φίλε μου.

Μήπως δεν είσαι τάχα το χυμένο σπέρμα μου

ω Γαλαξία;

 

 

Ο ΘΕΟΣ ΦΑΛΛΟΣ

 

Ω οι γυναίκες που αγαπούν πολύ

αυτές γνωρίζουν.

Κάθε γυναίκα που αγαπά πολύ

σαν την Αγία Θηρεσία παραληρεί, έρχεται σ’ έκσταση·

θέλει να κλείσει μέσα στο κορμί της το θεό· δεν ησυχάζει

πριν ενωθεί μ’ αυτόν· δεν ησυχάζει

πριν το αιδοίο της στεφανώσει το φαλλό μέσα στην έκσταση.

 

 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Τα πλάσματα που βρίσκονται εκείθεν

του κεραυνού έχουν πει πως ο Θεός

είναι αγάπη.

Γι’ αυτό κ’ οι στεναγμοί της ευφροσύνης μας,

το παραλήρημα, τα βογγητά μας, οι ανάσες μας,

είν’ όλ’ αυτά η γλώσσα της αγάπης

είν’ όλ’ αυτά η γλώσσα του Θεού.

Οι άνθρωποι

όταν ακούν τη γλώσσα του Θεού οι άνθρωποι

δεν την αναγνωρίζουν και γι’ αυτό

λένε: «Θεός φυλάξοι… τ’ είναι τούτο…

ήρθε ο Σατανάς μέσα στα σπίτια μας… δεν ντρέπονται…

και να ’χουμε παιδιά να τους ακούν…»

Όμως οι άγγελοι

όταν ακούν τη γλώσσα του Θεού οι άγγελοι

ξέρουν κι ανακρατώντας τις φτερούγες τους

πάντα με σεβασμό παραμερίζουν.

 

 

ΠΕΡΙΛΥΠΟΣ ΕΣΤΙΝ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΈΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Γιατί σ’ αυτό το αρχαίο αγγείο αγαπιούνται τόσο όμορφα δυο σώματα

περίλυπος εστίιν η ψυχή μου έως θανάτου.

 

Γιατί σε τούτο το μοτέλ ένα ταξί δαγκώνει αυτό το φέρετρο σα νά ’ναι πούρο

περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου.

 

Γιατί τα σκαλοπάτια ετούτα κατεβαίνουν μέσα στον καθρέφτη φτάνοντας εκεί

που ’ναι θαμμένο το προφίλ του φεγγαριού

περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου.

 

Γιατί στον κόσμο τούτο όλοι έχουνε το σπίτι τους κι εγώ είμαι ο ξένος που ’χει χάσει

τη φυλή του και το δρόμο του

περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου.

 

Γιατί περιπλανιέμαι έξω από τη μήτρα σου κι έξω απ’ τον τάφο μου

περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου.

Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου.

 

 

ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

 

Ζώντας σε παραμύθια και θρησκείες, περνώντας

μες από θρύλους, πολιτείες και λαούς

άκουσα και για κείνο το γεφύρι που το πλάτος του δεν είναι πιο μεγάλο από την  κόψη ξυραφιού.

Μόνο από κείνο το γεφύρι λένε θα μπορούσες να περάσεις προς το φως.

Κι όπως οι πιο σοφοί εξηγούν

διαβαίνεις το γεφύρι εκείνο μόνο αν ο ίδιος είσαι φως.

 

 

 

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ*

 

Στους περισσότερους ανθρώπους βλέπεις

τον εαυτό σου «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Σχεδόν

πάντα  μπροστά σου στέκουν ή περνούν

στενοί καθρέφτες, ραγισμένοι ή θολοί. Και σκέφτομαι

που η παρουσία του Θεού ή όπως λένε η Δευτέρα Παρουσία

άλλο δεν θα ’ναι παρά μόνο ένας μεγάλος

καθρέφτης καθαρός όπου ολόκληρο

θα δεις τον εαυτό σου κι ολοκάθαρη

της παρουσίας σου την ουσία θα χαρείς.

___________

* Γραμμένο στα διαλείμματα της πρώτης συναντήσεώς μου με τον Γιάννη Ρίτσο (Θεσσαλονίκη, 1978).

 

 

Ο ΠΕΡΑΜΑΤΑΡΗΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

 

O Άγιος Χριστόφορος που σήκωσε στους ώμους του τόσους και τόσους

έμπορους, πόρνες, ιερείς, ληστές, βοσκούς, δαιμόνους, μάγους, βασιλείς,

δε μπόρεσε ν’ αντέξει ένα παιδί· γονάτισε,

στη μέση εκεί του ποταμού γονάτισε· γιατί

ποιος θα μπορούσε να σηκώσει ένα παιδί;

 

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 1981

(Όλυμπος-Πέλλα-Θεσσαλονίκη)

 

Και σταματήσαμε στις σιδερογραμμές

μπρος στα φανάρια που αναβόσβηναν σα μάτια

ιέρακα ιερού των Αιγυπτίων ενώ το τρένο

έρχονταν με σφυρίγματα και θόρυβο·

δράκοντας σιδερένιος. Έφτασε.

Περνά-περνά-περνά-περνά-περνά-περνά-περνά-περνά. Πέρασε, πάει, μια

ολόκληρη εποχή

παράθυρα οι μέρες και βαγόνια οι μήνες μια ολόκληρη εποχή

απομακρύνονταν στον κάμπο αφήνοντάς μας

κάτω απ’ τα μάτια του ιέρακα του φύλακα

σ’ αυτή τη χρονική διατομή ενώ ο Ήλιος

κοίταζε μαντικά γιατί μπροστά μας μες στον κάμπο

οι δρόμοι ήσαν γραμμές ενός χεριού. Άνοιξες γκαζ

και φεύγαμε καβάλα στη ΥΑΜΑΗΑ μας

προς το ποτάμι.

Και φτάσαμε εκεί που το ποτάμι είναι χέρι και φορεί

τη γέφυρα ρολόι. Κ’ η τσιγγάνα

ήταν στην όχθη εκεί του πόταμού κοντά στη γέφυρα. Σταμάτησες.

Και κοίταζε στο χέρι σου η τσιγγάνα τις γραμμές που σαν ποτάμια

πηγάζουν και διαβαίνουνε ανάμεσα

στα όρη της παλάμης πριν εκβάλουν. Κ’ η τσιγγάνα

-μπορεί κ’ η ίδια σου η ψυχή καθρεφτισμένη μες στη μέρα- η τσιγγάνα

ήταν ντυμένη με τα χρώματα της τράπουλας και είχε

στο δάχτυλο της το χρυσό αριθμό,

θέλω να πω,

το δαχτυλίδι που ο τσιγγάνος βασιλιάς

ψάρεψε όταν έρριξε το αγκίστρι του

στο Γαλαξία.

 

 

 

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

 

 

ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

 

Είπαν οι μετριότητες μες στην καρδιά τους:

«Αυτός έχει ταλέντο, έχει πνεύμα, έχει λόγο, συνεπώς

είν’ επικίνδυνος. Κι εμείς;

Θα αναπτύξουμε δημόσιες σχέσεις, θα κρατήσουμε

θέσεις κλειδιά,

διάσελα της διοίκησης, καρτέρια της κουλτούρας κ’ είμαστε πολλοί

για παγανιά.

Το σύστημα εξ άλλου θα ’ναι με το μέρος μας.

(Τέτοιους το σύστημα ανέκαθεν

τους απομόνωνε, τους τσάκιζε).

Το σύστημα στο πρώτο σφύριγμά μας, στου ματιού

το πρώτο κλείσιμο, το σύστημα

θα ανταποκριθεί, γιατί το σύστημα

αποτελείται από τέτοιους σαν κι εμάς.

Όντας του κόσμου τούτου εμείς

ο κόσμος τούτος θα ’ναι με το μέρος μας.

Ποιήματα αυτός, πνεύμα και λόγο;

Εμείς εκδόσεις, κόμματα, ψιθύρους, επαφές, επιτροπές, εφημερίδες, εταιρείες, διαστρέβλωση, εκπομπές…

Κι αν είναι ακόμα κι ο Χριστός ο ίδιος

εμείς στη θέση του θα βάλουμε

κάποιο ακίνδυνο για μας

υποκατάστατο,

έναν ας πούμε Βαραββά. Και τους παπάδες.

Το σύστημα θα είναι με το μέρος μας. Κι εξ άλλου

μέρα τη μέρα, χρόνο με το χρόνο

εμείς θα είμαστε το σύστημα».

Ω Ίσσα,

«Σκόρπιες οι δροσοστάλες, μα

της κόλασης οι σπόροι περασμένοι στην κλωστή».

 

 

ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΑΝ

 

Φαντάσου αν

το ν’ ανατείλει ο Ήλιος

ή το να κυματίσει η θάλασσα εξαρτιώταν απ’ αυτούς

τ’ είχε να γίνει.

 

 

Ω ΚΟΚΚΟΡΑ

 

Ω κόκκορα, ω κράχτη της αυγής

ω ηλιοφόρε και πτηνόμορφε τοξότη.

Οι βασιλιάδες σε μιμήθηκαν

βάζοντας στο κεφάλι τους επάνω την κορώνα σου

κι έχοντας για σπιρούνια των ποδιών σου τα πιρούνια.

Κόκκορα πάντα σου κρατείς

τη μυστική σου εκείνη σχέση με το χρόνο και τον Ήλιο;

Λέγε στους κριτικούς ότι ξοφλήσανε.

Λέγε στους χούλιγκαν πως είναι ντεμοντέ.

Κόκκορα είσαι το βουνό που έχει για ουρά το ουράνιο τόξο και κεφάλι του τον Ήλιο;

Κόκκορα το λειρί σου μοιάζει με τ’ αρχίδια του Θεού και με τα γένια του Διαβόλου.

Κόκκορα τα παιδιά σε ζωγραφίζουνε γυμνό.

Κόκκορα τα παιδιά του σωληνάριου σ’ έχουν δει μονάχα στο τσιγκέλι ή στην

κατάψυξη.

Κόκκορα άσχημα την έχουμε.

Οι κακογαμημένοι θέλουν να μας σφάξουν.

Κόκκορα ο Νίτσε τούς χαστούκισε.

Κόκκορα πώς φοβούνται το φαλλό.

Κόκκορα οι έμποροι μισούν τους ποιητές.

Κόκκορα καταστρέφουν τον αέρα, τα νερά, τα δάση, το κορμί, την ομορφιά

για να γυρεύουμε την έκσταση στην «άσπρη» τους.

Κόκκορα είσαι λέκτωρ ή αλέκτωρ;

Κόκκορα θα ζητήσουμε και σύνταξη;

Θα βγούμε και οι δυο μαζί στην τηλεόραση;

Θα μας αφήσουν;

 

__________

Υ.Γ.

Κόκκορα κάποιοι θέλουν να μην έχει πια φωνή αυτός ο τόπος.

 

 

 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

 

Χυμένη πίσσα· είναι το αίμα

κάποιας τελετουργίας σκοτεινής·

βαρέλια έσφαξαν τη νύχτα οι εργολάβοι

στα θέμελα της μαύρης εποχής.

 

Η θάλασσα ουκ έστιν έτι·

πάνω στο πτώμα της φυτρώνουν νάυλον σπυριά.

Με θλίψη αναλογίζομαι που έλειψαν για πάντα

οι άγιοι κ’ οι ληστές απ’ τα βουνά.

 

Το σιδερένιο γένος είναι τώρα στην ακμή του.

Οι δολοφόνοι είν’ απ’ όλους σεβαστοί.

Κερνά ο διάβολος τη δίψα κι απ’ τ’ ασκί του

πίνουνε προλετάριοι κι αστοί.

 

 

WEEK END

 

Έκανε πειρατεία στο Ι.Χ. τους και σε λίγο

ενώ κρατούσε το πιστόλι και τους πρόσταζε

πού πρέπει να πηγαίνουν

αποκάλυψε

πως ήταν άγγελος.

«Μπορώ με θαύμα να σας δώσω αυτό που επιθυμείτε» είπε

«αυτά που πιο πολύ επιθυμείτε». Και του αράδιασαν

αυτά που επιθυμούσαν. Η κυρία

μια γούνα ακριβή. Ο κύριος

μια πόρσε αστραφτερή. Η κυρία

μπριλάντια από τον οίκο «Μαμωνάς». Ο κύριος

ένα σμήνος

αεροπλάνων. Και ο άγγελος

απογοητευμένος απ’ τις βάρβαρες

τις αστικές επιθυμίες τους είπε:

«Ακούστε κύριοι

για τέτοιες

κωλοτρυπίδες σαν και σας

δεν κάνω θαύματα». Και πήγαιναν

αυτοί στα μπρος καθίσματα κι ο άγγελος

στο πίσω κάθισμα κρατώντας το πιστόλι.

 

 

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΠΑΝΤΑ

 

Όπου και να βρίσκεστε πάντα

κρυφό ένα όπλο να κρατάτε πάνω σας γιατί

η επανάσταση

(σαν τη δευτέρα παρουσία) δεν ξέρετε

πού θα σας βρει, γιατί

η επανάσταση

(σαν τη δευτέρα παρουσία) γίνεται

κάθε στιγμή.

 

 

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΟΠΛΟΦΟΡΟΥΝ

 

Η κόλαση των ποιητών είναι η ασχήμια

γι’ αυτό

οι ποιητές

  χρειάζεται

να οπλοφορούν.

Α τους υποκριτές

μιλούν για βία, βασανισμούς και καταπίεση κι εγκλήματα

και μήτε που υποψιάζονται

πόσο υποφέρει ένας ποιητής σαν ταξιδεύει

με υπεραστικό που διαθέτει κασετόφωνο.

Η κόλαση των ποιητών είναι η ασχήμια

γι’ αυτό

οι ποιητές

   χρειάζεται

να οπλοφορούν.

 

 

ΣΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΟΥΣ

 

Στα περιοδικά τους δε με βάζουν πια

κι όταν το κάνουν

είναι για να κρατήσουν τα προσχήματα.

 

Στα περιοδικά τους δεν με βάζουν πια.

 

Δεν είναι πως η ποίηση δεν διαβάζεται

δεν είναι πως δεν έχουν χώρο ή χρόνο

άλλα είναι:

 

Φοβούνται μην τους φύγουν οι γυναίκες τους·

φοβούνται που θα πουν οι γκόμενές τους

«Αυτός μαλάκα είναι ποιητής».

 

 

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΒΑΘΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟ

 

Αν είχα αυτοκτονήσει ή αν δήλωνα

πως πια δεν μου σηκώνεται, το ξέρω

θα ήμουν συμπαθής.

     Και συμπεραίνω

μετά από βαθύ συλλογισμό:

Άλλοι φοβούνται τα γραφτά μου, άλλοι τον πούτσο μου·

ο κύριος Κλίκας τα φοβάται και τα δυο.

 

 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΓΚΟΜΕΝΑ ΕΝΑΣ ΕΦΗΒΟΣ ΦΙΛΟΣ

 

Σούζες σου λέω. Αλλιώς σε βλέπω

να τρέχεις σε γραφεία συνοικεσίων ή να μένεις

-κρίμα στο μπόι σου- μαλάκας μια ζωή.

 

Σούζες με μηχανάκια, με καμήλες, με τραχτέρ, με γκρέιντερ

μόνο σούζες·

γιατί τα αλλά είναι δύσκολα

να βγεις φωτογραφία με το τέρας του Λοχνές ή να κρα­τείς

απ’ το φτερό έναν καρχαρία που εσύ

μόλις τον σκότωσες, αυτά

δύσκολα κι επικίνδυνα τα βρίσκω. Σούζες λέω

μόνο σούζες. Που ’λεγε κι ο Μπωντλαίρ: «Ρωτάς

τι ώρα είναι; Μη ρωτάς.

Είν’ ώρα για μια σούζα». Έτσι φίλε μου;

Κι άσε τα κόλπα με την ποίηση. Η άλλη

θ’ ανακαλύψει κάποια μέρα πως

δεν είσαι ποιητής και θα σ’ αφήσει,

κι άντε μετά να βρεις τον Μπόρχες ή τον Πάουντ

να φωτογραφηθείς στο πλάι τους να σωθείς. Έχουν πε­θάνει.

Φίλε μου σούζες και

όπως και των αρχαίων Αιγυπτίων το άσμα λέει

χάρου ενόσω ακόμα ζεις

βάλε τα πιο εξαίσια φορέματα

βάλε πολύτιμα κοσμήματα κι αρώματα

χάρισε στην καρδιά σου όσα επιθυμεί

γιατί κανείς ποτέ του δεν επέστρεψε από ’κει

και όπως μου ’λεγε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης

κανείς δε βρήκε πάτο στο μουνί.

 Σούζες με μηχανάκια, με νταλίκες, με γαϊδούρια, με τραχτέρ, ω κι αν μπορείς

σπρώξε καμμιά γριά εκεί στη θάλασσα

να πέσει μέσα κ’ ύστερα στα σβέλτα

πήδηξε να τη σώσεις. Θα σε δείξει

η τηλεόραση. Άντε

κουνήσου. Κι όπως είπαμε, αλλιώς

τιριτιρί τιριτιρί τιριτιρί

με μαλακία θα τη βγάλεις τη ζωή.

 

 

 

 

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο.
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβένα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκκάκιος την είπε Θεία.
'Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυνθος
Τα Τέσσερα Κουαρτέττα
Την Κίχλη
Το Μανθρασπέντα.

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

 

 

BIBΛIO KOΣMOΣ

 

Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί

κι έχει γραφτεί με πράγματα κι όχι με λόγια.

           

Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί

κι έχει γραφτεί από τον Kόσμο με τον Kόσμο για τον Kόσμο.

           

O Κόσμος είναι το βιβλίο του Κόσμου.

           

*

Τέλος δεν έχει ο Κόσμος ούτε αρχή·

μα ο ποιητής αποκαλύπτοντας τον Κόσμο

είναι σα να τον φκιάχνει απ’ την αρχή.

                       

*

Υπάρχει μόνο ένα βιβλίο να διαβαστεί

και τούτο είναι το βιβλίο του Κόσμου.

           

*

Γράφω θα πει διαβάζω το βιβλίο του Κόσμου.

Όλα μου τα γραφτά δεν είναι παρά μόνο υπογραμμίσεις στο βιβλίο του

 Κόσμου·

όλα μου τα γραφτά δεν είναι παρά μόνο σημειώσεις, ζωγραφιές,

στα περιθώρια των σελίδων του.

           

Γράφω θα πει πως δείχνω στους ανθρώπους

πως προσπαθώ να μοιραστώ μαζί τους

την ομορφιά ή τη φρίκη που διαβάζω στο βιβλίο του Κόσμου.

 

Γιατί κανένας δεν αντέχει να διαβάζει μόνος το βιβλίο του Κόσμου.

 

Έφεσος, Ναός της Άρτεμης, 19

 

 

NAOΣ TOY KOΣMOY

 

                Στον Στέλιο Δημόπουλο· στην Κασσάνδρα

 

Κοιτάζω ένα έντομο εδώ

                                    σ’ ένα λουλούδι·

σαμάνος που ’φτασε στο νου, στον ήλιο ή

στο ιερό ενός φυτού

όπου η αμβροσία των μυημένων και το νέκταρ.

 

Κοιτάζω ένα έντομο εδώ και σκέφτομαι

πως κάθε ον

άλλο δεν είναι παρά μόνο ένα κινούμενο

είτε ακίνητο

ιερογλυφικό

μέσα στον άχτιστο ναό του Κόσμου.

 

 

ΒΟΤΣΑΛΑ

Ούτε βλασταίνουνε, ούτε μαραίνονται· σπόροι της πέτρας.
Είναι στεγνά, είναι φτωχά, είναι ασήμαντα. Μα να
τ’ άγγιξαν τ’ ανθισμένα δάχτυλα της θάλασσας
και λάμπουν.

 

 

TEΛEIA ME ΠOΔIA

 

Ένα ζωύφιο περπατά πάνω στο χάρτη αυτού του βράχου.

Είναι μια κόκκινη τελεία με πόδια.

Περπατά.

Δε σταματάει· περπατά· γιατί το τέλος

του Κόσμου

            βρίσκεται

                        παντού

και μια τελεία που περπατά

δεν ξέρει που να σταματήσει.

 

 

ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ

 

Στη Γεθσημανή *, στη Λιλίθ, στη Ρέγια Τάνινεν

 

Mού ’στειλες απ’ τα χιόνια του Βορρά

ένα βιβλίο κλεισμένο σ’ ένα φάκελο

(μια πεταλούδα που δε βγήκε ακόμη από το σάκκο της).

Ζώα στα γραμματόσημα του άσπρου σου φακέλου

ζώα που κατεβαίνουν του χαρτιού τους παγετώνες

φτάνοντας ως εδώ στο Νότο μου:

Tο καριμπού, ο λευκός λαγός, η αλεπού, η αρκούδα, ο τάρανδος, ο λύκος.

 

Tι να σου στείλω εγώ απ’ τη Μεσόγειο;

Και πώς να σου το στείλω; Ξέρεις δα:

O λύκος τρώει τον λαγό και ο λαγός

τρώει το χόρτο και το χόρτο

τρώει το χώμα και το χώμα

τρώει τον λύκο. O φοβερός

κύκλος απ’ όπου τίποτε

δεν μπόρεσε ποτέ να δραπετεύσει.

Όλα γιεννιούνται και πεθαίνουν μες σ’ αυτό τον κύκλο.

Τίποτε δεν μπορεί να βγει απ’ αυτό τον κύκλο.

Γι’ αυτό σου στέλνω εγώ τον μαγικό μου Oυροβόρο

(φίδι ή δράκος που δαγκώνει την ουρά του).

Όλα τα όντα περιέχονται σ’ αυτόν

όλος ο κόσμος περιέχεται σ’ αυτόν.

Μαύρο-κακό, άσπρο-καλό, μέρα και νύχτα.

Όμως το άσπρο τρέφεται απ’ το μαύρο

όπως το μαύρο τρέφεται απ’ το άσπρο.

Mέρα και νύχτα, το καλό και το κακό,

αλληλοτρέφονται, γι’ αυτό

«Ένα το Παν” είπαν οι Έλληνες και χάραξαν

πάνω στον πάπυρο, στο δέρμα, στο χαρτί

τον Oυροβόρο.

Kι εγώ τον έβαλα στον τοίχο του κελιού μου, σαν εικόνισμα

πάνω απ’ το κρεβάτι μου, αντίκρυ στον καθρέφτη,

όπου μεταμορφώνομαι καθώς φυσά ο χρόνος.

 

_________

* Για τις προεδεμικές ζωγραφιές της, αλλά κυρίως γιατί έκλεψε το μαγικό

τραπέζι των αστρολόγων της Βαβυλώνας.

 

 

 ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

 

Σώμα μου όσο παίρνει σε φροντίζω

σε πλένω, σε ταΐζω, σε ποτίζω, σε κοιμίζω,

σου δίνω ηδονές και σε γυμνάζω

να ’σαι σφιχτό και λυγερό, να ’σαι ανάλαφρο.

Βάφω τα γένια σου, τα δόντια σου βουρτσίζω,

κόβω τα νύχια σου, σε φέρνω

μπροστά σε όντα που σου δίνονται χωρίς να σ’ ανακρίνουν.

Σώμα μου όσο παίρνει σε φροντίζω.

Mέχρι να ’ρθεί ο Ξένος, ο Επίσημος, ο Άρχων τ’ Ουρανού

να σε τραβήξει σα λινάτσα και να κάμει

τα αποκαλυπτήρια του κενού.

 

 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

 

 

Τις στέγες να φοβάσαι είπε στον Αισχύλο ο θεός.

Και ο Αισχύλος

απέφευγε τις στέγες των ανθρώπων μη και πέσει

απάνω του καμμιά ή μήπως τού ’ρθει

κανένα κεραμίδι στο κεφάλι του.

 

Βέβαια θα μπορούσε να σκεφτεί ο ποιητής

(όντας πολίτης οικουμενικός)

πως σπίτι του είν’ ολόκληρος ο κόσμος

και στέγη του είν’ ο μέγας ουρανός.

 

Mπορεί και να το σκέφτηκε. Ποιο τ’ όφελος;

 

Περνώντας τη φαλάκρα του για πέτρα ένας αητός

έρριξε από ψηλά -από τη στέγη όλου του κόσμου- μια χελώνα

που βρήκε τον Αισχύλο κατακέφαλα.

Γιατί δεν ψεύδεται, αλλοίμονο, ποτέ του ένας χρησμός

κι ούτε κανείς ξεφεύγει από τη στέγη-ουρανός.

 

 

H TEΛEYTAIA ΠAPAΓΓEΛIA TOY ΣΩKPATH

 

Mε την ειρηνική του ειρωνεία

(οι λέξεις τούτες έχουνε τη ρίζα τους κοινή),

ενώ το κώνειο πλησίαζε στους τόπους της καρδιάς,

είπε ο Σωκράτης προς τους φίλους του:

Πλάτωνα, Kρίτων, Ξενοφώντα κι όλοι εσείς

οι φίλοι μου εδώ να μην ξεχάσετε

να θυσιάσετε για χάρη μου έναν κόκκορα

που τον χρωστάω στον μεγάλο Ασκληπιό.

Γιορταστικό κι ασύγκριτο καλό:

Σήμερα, επιτέλους, ο θεός της γιατρικής

με απαλλάσσει απ’ την αρρώστια της ζωής.

 

 

ΑΡΑΜΠΑΣ

 

Αραμπάς· με τα άλφα του που ήσαν κάποτε κερασφόρα κρανία βοδιών· μ’ εκείνο το πρώτο κεφαλαίο Α σαν άνθρωπος με τη ζώνη του. Με το ρ της ροής. Κάποια στιγμή το ο άρχισε να στάζει, να ρέει, κι έγινε ρ. Κ’ ύστερα το μ· μουγκανητό του βοδιού ή μούγγρισμα των αγριμιών· ο ήχος που ’ναι σύνορο ανάμεσα στη φωνή του ζώου και στη φωνή του ανθρώπου. Γι’ αυτό κ’ οι πρώτες λέξεις από μ: Μα το φιλί. Μαστός και μεμέ το βυζί. Μαμ το φαγητό. Μάτερ η μάνα και η ύλη. Και ύστερα το π: Πόρτα και πύλη και πόλη περιτειχισμένη· πέρασμα του ανθρώπου ή του αραμπά μες από την πύλη. Πύργος και παράθυρο. Π: Κορνίζα του μέλλοντος. Και το τελικό ς· το ο που ξετυλίχτηκε σα φίδι και σφυρίζει τον ήχο της σιωπής· πόσο σοφά βαλμένο από τους Έλληνες στο τέλος τόσων λέξεων.

Αραμπάς· αραμπάς φορτωμένος ένα νεκρό πρίγκηπα της Ασίας· αραμπάς φορτωμένος καρπούζια· αραμπάς φορτωμένος τσιγγάνες· αραμπάς φορτωμένος κοπριά· αραμπάς φορτωμένος ξύλα· αραμπάς φορτωμένος γλάστρες με λουλούδια· αραμπάς φορτωμένος όπλα· αραμπάς φορτωμένος βαρέλια με νερό· αραμπάς φορτωμένος φεγγάρια· αραμπάς φορτωμένος καθρέφτες· αραμπάς φορτωμένος πλήθος όρθια αναμμένα κεριά· αραμπάς φορτωμένος κορμιά εκτελεσμένων Κούρδων· αραμπάς αδειανός γιατί δεν βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα· αραμπάς φορτωμένος παιδιά και σερνάμενος από ένα βόδι που στα κέρατά του ανάμεσα κάποιος ετοποθέτησε χορδές. Αραμπάς στην άκρη της Τριχωνίδας: Το ζώο ζύγωσε και σκύβει στον καθρέφτη του νερού· ασπάζεται τον εαυτό του· πίνει.

Κ’ ύστερα, ο αραμπάς ουρανός· με τροχούς του τον Ήλιο και το Φεγγάρι· φορτωμένος άλλοτε νέφη, άλλοτε άστρα. Που μπορεί να πηγαίνει τούτος ο αραμπάς, που στον πάτο της καρότσας του, κουβαλάει μαζί του όλους εμάς;

 

 

ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ

 

Στις ιέρειες της Τέχνης, Chantal Danjou και Marie-Jose Armando·

στα έργα και στις μέρες μας στο Bormes les Mimosas.

 

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.

Πως ο ζητιάνος στη γωνιά ειναι βασιλιάς μας διαφεύγει.

Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.

Πως ίσως τούτη η πόλη μας χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι  αυτό μας διαφεύγει,

Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στη δούλεψη αυτό μας

διαφεύγει.

Πως ο σκαφέας που μουγγρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας διαφεύγει.

Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα που ψάχνει για

τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.

Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού μας διαφεύγει.

Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.

Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.

Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία πάνω στα

νερά μας διαφεύγει.

Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την πολυόμματη

δορά της σαπουνάδας απ’ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.

Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ’ την πηγή ούτε και είναι

τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές μας διαφεύγει.

Πως η κυρία  πού ’ρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμα

είναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.

Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·

μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν’ο φύλακας του τάφου μας,

μια σφίγγα, ένας λέων

με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.

Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη σα λιόντισσα

προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ’ τη λόχμη.

Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.

Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ’ναι το σουβλί που τύφλωσε τον  Κύκλωπα αυτό μας διαφεύγει.

Πως οι μνηστήρες είν’ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός  του Οδυσσέα μας διαφεύγει.

Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν’ ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας διαφεύγει.

Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ’ τη σπηλιά του ουρανού και κατεβαίνουν

τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.

Πως ο Έρμης χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ’ τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδι αυτό μας διαφεύγει.

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.

Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας διαφεύγει.

 

 

 

TO TEΛOΣ TOY TEPATOΣ

 

Σαν έφτασε το τέρας στην πλατεία

όλοι κρυφτήκαν έντρομοι στα σπίτια τους.

Κανείς δεν έβγαινε μ’ αυτό να πολεμήσει.

Δε βγήκ’ ο άγιος, δε βγήκε ο βασιλιάς,

δε βγήκανε οι νέοι, κι ούτε οι γέροι,

ούτε οι ξορκιστές, ούτε οι μάγοι.

Έτρεμαν όλοι εκτός από το τέρας

που είχε θρονιαστεί και καρτερούσε.

Tότες ένα κορίτσι έξι χρόνων

βγήκε μ’ έναν καθρέφτη. Θαρρετά

πλησίασε το τέρας και κρατά

μπροστά του τον καθρέφτη. Ξαφνικά

το τέρας βλέπει μπρος του ένα τέρας.

Τόσο τρομάζει που του κόβεται η ανάσα.

Δε μπόρεσε ούτε καν να κουνηθεί.

Έτσι με όπλο μόνο έναν καθρέφτη

το κοριτσάκι σκότωσε το τέρας.

 

 

TO APΩMA TOY KPINOY

Στα πνεύματα του Nίκου Καζαντζάκη,

                                του Xένρυ Mίλλερ

                                                και του Άγγελου Σικελιανού

 

Καθρεφτιζόμουνα ο άγριος. Και δίπλα

ήσαν “τα φρούτα του παράδεισου”,

ταινία,

στην τηλεόραση.

Mόνος κι ολόγυμνος απέναντι

σ’ έναν πελώριο καθρέφτη να χαϊδεύω

τον πούτσο μου, που θέριεψε, σηκώθηκε,

πελώριος,

μ’ έρριξε κάτω.

K’ ήταν ο ομφαλός της Γης, ο στήμονας

του μαύρου λουλουδιού που έχει πέταλα

τα πόδια μου, τα χέρια, το κορμί μου·

του λουλουδιού που ’χει βολβό του το κεφάλι μου,

και ρίζες τα μαλλιά μου. Ήταν λέω

φαλλός, αυλός, δαυλός, καυλός, το ιερό

όρος Mερού, ο άξονας του κόσμου, και ακόμα

ρίζα της αμαρτίας, δέντρο της ζωής,

δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού,

το κέρας του μονόκερω, το γουδοχέρι,

το τρίτο το γλυκό μου ήταν χέρι, το ενδέκατο

βασιλικό μου δάχτυλο που δείχνει

το κέντρο των πραγμάτων. Και τον σάλιωνα

κι άρχισε κάπως να δροσίζεται· γλιστρούσε

ανάμεσα στα πέντε δάχτυλά μου. Και δεν έφτανα

στο στόμα να τον φέρω, να τον γλείψω

όπως του έπρεπε. Και γρήγορα

ήρθαν στο νου μου οι γυναίκες που τις τίναξε

αυτός εδώ ο πούτσος μου τις τίναξε

όπως τινάζει ο ταύρος με το κέρατο

τον ταυρομάχο που πληγώθηκε βαριά.

Tότε διαλέγω

ένα απ’ τα εξαίσια μουνιά και το γαμώ

εν φαντασία και λόγω, ώσπου τίναξε,

-μέσα σε μηκυθμούς και βογγητά,-

τη λάβα του ο κρατήρας

και απάνω μου

έπεσε η δροσερή καυτή βροχή. Ανάσανα

βαθιά ευτυχισμένος σα να μου ’ρριξε

πάνω μου τ’ άνθη του το δέντρο τ’ ουρανού.

Και με τα δάχτυλα

έφερα λίγο σπέρμα στα ρουθούνια μου.

Kι ευώδιαζε το σπέρμα σαν ασφόδελος

ή πιο σωστά σαν τον βλαστό του "απρίλη"

(του ανδρόμορφου εκείνου λουλουδιού

της Αιτωλίας). Όμως πήγα

την ίδια νύχτα κι έπεσα στη θάλασσα

μέσα στη φεγγαράδα και η θάλασσα

ήταν μια ευφροσύνη, σα να μπήκα

ολόκληρος στον κόλπο της γυναίκας.

Έπλεα στα ακίνητα νερά και η σκιά μου

πετούσε στον πυθμένα και ανοίγονταν

κύκλοι φωτός ολόγυρά της κι απ’ τα δάχτυλα

βγαίναν πυγολαμπίδες. Όταν βγήκα

απ’ το φεγγάρι το λειωμένο στα νερά

όταν βγήκα

απ’ τα γλυκά νερά στο φεγγαρόφωτο,

έψαξα νά ’βρω εκεί στην αμμουδιά τα άσπρα κρίνα.

Και βρήκα ένα κι έσκυψα· το μύρισα

-γονατιστός λατρευτικά το μύρισα-

και αναγνώρισα σ’ αυτό την ευωδιά

του σπέρματος μου και κατάλαβα

που ανάμεσα στο αλάτι και στη θάλασσα,

στης αμμουδιάς τα κρίνα και στον πούτσο μου,

σχέση υπήρχε προαιώνια, μυστική. Γιατί το ξέρω

δύσκολα εννοούνται όλ’ αυτά. Kι αν τ’ αναφέρω

είναι για κείνους που σ’ αυτό μου το γραφτό

θά ’βρουν τον εαυτό τους, έναν φίλο,

άναρχο και ανώνυμο, που ωστόσο

τον λένε Ήλιο, Κρίνο, και Γαμβρό κι Αδάμ,

Κάδμο και Κόσμο, και που ζει

πριν από κάθε πτώση και ποτέ του

δεν φίμωσε τον πούτσο του γιατί

αυτός είναι ο Ζευς και η ζωή.

 

 

ΜEPEΣ KAI NYXTEΣ TOY 1995

 

Στις κόρες των φίλων και στην αιώνια νεότητα των ποιητών

 

Μεσάνυχτα και κάτι το ’σκασε κρυφά από το σπίτι της·

σιγοπατώντας βγήκε απ’ την αυλή της·

αυτή μαθήτρια στα δεκάξι της

κι εγώ φυγάς θεόθεν και αλήτης.

 

Στης εξαδέρφης την κουζίνα φκιάχναμε καφέ

                      κ’ είπα εγώ

“πλάκα δεν έχουμε;”

                      κ’ είπε αυτή

“αγάπη έχουμε”.

 

K’ ύστερα εγώ καθώς χυνόμουν μέσα στο μουνάκι της την είπα “Παναγιά μου”

κ’ είπε αυτή “πρώτη φορά που με φωνάζουν στ’ όνομά μου”.

 

 

O AMAPANTOΣ

 

Στον Μιχάλη Γκανά, στην Πόπη, στους ασίκηδες

 

Για ιδέστε τον αμάραντο (αμάρανθο αμάν

το άνθος της αγάπης ωχ αμάν)

σε τι γκρεμούς (του σώματος) φυτρώνει (ωχ αμάν

κίνδυνος θάνατος αμάραντε αμάν).

 

Φυτρώνει μες στα δίχαλα (αμάρανθε αμάν

ανάμεσα στα πόδια της αγάπης ωχ αμάν,

αμάραντε μας μάρανες αμάν, αμάρανθε αμάν).

 

Τον τρων τα ελάφια και ψοφούν (αμάρανθε αμάν)

τ’ αρκούδια κ’ ημερεύουν (ωχ αμάν,

αμάρανθε μας ξέκαμες αμάν).

 

 

 

ZΩO KYKΛIKO

 

Στη θάλασσα και στους τόπους του Πάνα· στη

γη που κέρατά της έχει τα δέντρα· στη Βάσω και στο

θαλασσί μεταξωτό που της έφερε ο Γουέι από την

Kίνα· στη δρακοντιά, στον Jean-Claude Villain,

στις μέρες του Mαγιού, στην Aριάδνη.

 

Ω θεία ευχαριστία όταν το μουνί σου μου δαγκώνει και μου γλείφει το φαλλό

με το εξαίσιο στόμα του το ρόδινο το σάρκινο και υγρό.

 

Άρρητη ευφροσύνη που γνωρίζει μόνο της αγάπης ο θεός.

 

Γιατί δεν είμαστε εμείς τότε οι δυο

που ο καθρέφτης μάς κρατάει στην καρδιά του.

Είμαστε ένα ζώο κυκλικό· ο μαγικός

Δράκοντας-Κόσμος που δαγκώνει την ουρά του.

 

 

TO MIKPOΦΩNO ΣTH ΣAPAΓOΣA

 

Στις αδερφές μου Ελευθερία και Μαρία για το γάργαρο γέλιο τους

 

Στη Σαραγόσα. Μόλις νίκησε ο ΠAOK.

Πρωταθλητής Ευρώπης πια. Tο κύπελλο

κρατά ο γίγαντας Φασούλας με χαρά.

(Σα να ’χουν βρει το Άγιο Δισκοπότηρο του Γκράαλ κάνουν τα παιδιά).

Mπρος στον Φασούλα τ’ ανθρωπάκια των γραφείων· βλέπω

ένα μικρόφωνο με κίτρινο κεφάλι καρφωμένο σε κατάμαυρο ραβδί.

Από ’να στόμα σ’ άλλο στόμα κάποιος το μικρόφωνο κινεί.

Σαν παγωτό πηγαινοέρχεται

από ’να στόμα σ’ άλλο στόμα το μικρόφωνο.

Mε τη σειρά, γλείφουνε όλοι.

Φτάνει κι ο μαύρος Γολιάθ με τ’ αγγλικά του ελληνικά και με τα χέρια του· μιλά.

“Nά τα ελληνικά του μέλλοντος” φωνάζω με καμάρι μέσα στο μυαλό μου δυνατά.

Και το μικρόφωνο γυρίζει από στόμα σ’ άλλο στόμα κατακίτρινο.

Πούτσος γαϊδάρου που ’δρεψε το φως απ’ τα αιδοία φορβάδων μυθικών

ή που κουνάμενος σερνάμενος σ’ απέραντα λιβάδια μάζεψε τη γύρη παραδείσιων λουλουδιών.

Δος το κι εμένα σπίκερ το μικρόφωνο να πω το στίχο ενός αρχαίου Κινέζου ποιητή:

“Μπροστά στην τηλεόραση σοφέ μου ως την έχεις αραχτή

διόλου δε ζήλεψες τον έρημο, τον άκακο, το γίγαντα,

καλαθοσφαιριστή”.

 

Θεσσαλονίκη, 26 Μαρτίου, 1991

 

 

 EPXOMAI

 

Δεν ξέρω αν ο Pίτσος ή ο Όμηρος

είναι που μ’ έπεισε να μπω στον Δούρειο Ίππο

έχοντας μόνο ένα σπαθί κι έναν καθρέφτη.

 

Έρχομαι από την έρημο εκεί όπου η άμμος

είναι η συντριβή κάθε μορφής.

 

Έρχομαι από τις Άρκτους, κουβαλώντας

ένα τσουβάλι άστρα και κρατώντας

στο χέρι μου μια μάσκα φεγγαριού.

 

Έρχομαι απ’ το καλύβι το πλεγμένο μ’ αστραπόκλαδα.

Έρχομαι από ’να σπίτι καμωμένο από καθρέφτες.

 

Έρχομαι απ’ το φαράγγι το κυρτό όπως σπαθί

μισό από χιόνι και μισό από λουλούδια.

 

Έρχομαι από τις όχθες του βουνίσιου ποταμού

εκεί που καταρράχτες ασκητές

στέκονται όρθιοι μες στα πέτρινα πιθάρια.

 

Έρχομαι απ’ το Βορρά· με παγοπέδιλα

δυο μισοφέγγαρα, γλιστρούσα διαρκώς

πάνω στα χιόνια τρεις χιλιάδες χρόνια.

 

Έρχομαι απ’ των Tατάρων τις ορδές· είμαι ο στρα­τιώ­της

που ’σφαξε τον Aττάρ κ’ είμαι επίσης

ο ί­διος ο Aττάρ και το μαχαίρι που τον έσφαξε.

 

 Έρχομαι απ’ το μαύρο γαλαξία των μυρμηγκιών που παρασέρνει

μια πεταλούδα πεθαμένη σα να είναι

ιστιοφόρο αγγέλου σα να είναι

ο Ίκαρος μετά από την πτώση του.

 

Έρχομαι απ’ την Ελλάδα που με χέρι

την Πελοπόννησο ξαμώνει και σκορπά

γύρω της τα νησιά για να μην είναι

μόνη της απλωμένη μες στη θάλασσα.

 

Έρχομαι από την τρύπα ενός σάπιου κλωναριού

όπου ιερουργούσα με στολή άγριας μέλισσας

είτε φορούσα άμφια πεταλούδας.

 

Έρχομαι από το σούρουπο εκεί

της Θεσσαλίας, όπου βόσκησα

για χίλια χρόνια ένα κοπάδι από φωτιές.

 

Έρχομαι απ’ το βιβλίο του Αναξίμανδρου· σ’ αυτό

βρίσκομαι πάντα όπου κι αν πηγαίνω.

 

Mε ρώτησαν από που έρχομαι.

Tι να τους έλεγα;

Δεν θα με καταλάβαιναν

και τότε

θα μ’ οδηγούσανε δεμένο στον ψυχίατρο.

 

«Έρχομαι» είπα, έτσι απλά, «απ’ το Αγρίνιο»,

κρύβοντας μες τη λέξη αυτή όσο μπορούσα

το “άγριος”, το “νι”, και προ παντός

το “ο”, που ’ναι πηγάδι και παγίδα,

σπίτι μου και καθρέφτης και λαβύρινθος (μα ναι

ο πιο πολύπλοκος λαβύρινθος κι ας φαίνεται

τόσο απλό, ένα μικρό δαχτυλιδάκι).

 

Θεσσαλονίκη, 1994

 

 

.

 

ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ

 

 

ΑΠ’ ΤΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ ΤΟΣΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Εσύ στυλάτο ΙΒΙΖΑ

δεν έζησες τη δόξα των τριάντα χρόνων μου ως σαράντα.

Εσύ γνώρισες μόνο την πανέμορφη Αριάδνη.

 

Όμως εσύ παλιό μου FΙΑΤ 127

εσύ και τι δεν άκουσες, και τι δεν είδες.

 

Σύμπαν μικρό που σ’ έλειωσαν οι τόσοι στεναγμοί της ευφροσύνης,

που σε ξεβίδωσαν κουνήματα γλυκά, που σε σμπαράλιασαν

οι άγριοι σεισμοί των οργασμών.

Και τ’ ουρανού σου από μέσα η οροφή πώς αχρηστεύτηκε, ξεσχίστηκε

(μα τρύπησε σχεδόν)

απ’ τα τακούνια τόσων γυναικών.

 

           

ΣOY ΤΟ ’ΠΑ H ΓYNAIKA EIN’ EΔΩ

 

Mόλις πληροφορήθηκα πως πέθαν’ ο Θεός

-μου τό ’πε ο Γερμανός σοφός κύριος Nίτσε-

έψαξα μήπως βρω το κινητό του Πατριάρχη

 

να τον συλλυπηθώ. Aδύνατον.

                                                 Aλλά

είπα στον εαυτό μου: «Hρέμησε. H Γυναίκα

πανέμορφη, ολοζώντανη, είν’ εδώ.

Kι αυτό αρκεί.

Tι σχέση έχεις εσύ με πατριάρχες

και με συλλυπητήρια και βλακείες.

Σου τό ’πα, η Γυναίκα είν’ εδώ.

Mην ασχολείσαι πια με το Θεό».

 

 

ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ

 

Άθεη συ θεά πόσο μου λείπεις.

Θυμούμαι που σε ρώτησα «Κουκλί μου εσύ πιστεύεις

σε ύπαρξη Θεού;» και μου απάντησες:

«Και βέβαια  πιστεύω, αυτό που βρίσκεται

ανάμεσα στα πόδια σου

μαζί

μ’ αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια μου

αυτό είν’ ο Θεός».

«Κι εμείς τι ρόλο παίζουμε;» σε ρώτησα.

«Εμείς», μου απάντησες, «εμείς

είμαστε του υπέρτατου αυτού θεού

αρχιερείς».

 

 

ΨAXNONTAΣ ME TH ΓΛΩΣΣA

        

Στήθη σε σας ο κύκλος με το κέντρο του.

Pόγες κοιμάμενες, σχεδόν

αθέατες, σταφίδες τρυφερές,

μάτια σβησμένα που η γλώσσα μου ξυπνά

και γίνεστε ρουμπίνια δροσερά, βατόμουρα.

H γλώσσα μου δεμένη αλωνίζει

γύρω σας ψάχνοντας παντού, ψάχνει παντού, ανεβαίνει στο λαιμό,

πίσω απ’ τ’ αυτί

στον ώμο, σέρνεται, στο μέτωπο, στα μάτια, επιτέλους  

στο μάγουλο, στο μάγουλο, στα χείλη, επιτέλους

βρίσκει τη γλώσσα σου, τα χείλη σου, τις ρόγες και τα χείλη σου    

τη γλώσσα σου. Tα δάχτυλα, τα δάχτυλα,

τα δάχτυλα. Δε γίνεται.

Πρέπει ως την κοιλιά σου να συρθεί, μέχρι τον κόλπο σου

ω θάλασσα γλυφή, μέσα στον κόλπο σου.

Ώσπου ο φαλλός μου μέσα σου να μπει

και να δοθεί (τα χείλη σου να γλείψουν

τ’ αρχίδια μου την άναρχη αρχή

όλον να με ρουφήξουν) να δοθεί

βαθύτερο απ’ το θάνατο κι απ’ όποια ηδονή

απέραντα λυτρωτικό το απόλυτο φιλί.

 

 

AΠO EKEINH THN APXAIA HΔONH

 

Tα άλμπουμ πήρα ψες, αργά το βράδυ

και τις φωτογραφίες μου σε τάξη

έβαζα. Kι όταν έφτασα εκεί

σε σένα που σαράντα και πιο πάνω

φωτογραφίες σού ’βγαλα γυμνή

(κάποτε όλη τη φωτογραφία

την έπιανε μονάχα το μουνί).

Όταν σε σένα έφτασα πλημμύρισα

από εκείνη την αρχαία ηδονή.

Mε κέντριζε του πόθου το αλάτι ενώ θωρούσα

τα εξαίσια μπούτια σου την άγια σου σχισμή.

Kι άρπαξα το τηλέφωνο κι αμέσως

σε πήρα και σε κάλεσα να ’ρθείς.

 

Mα δεν κρατιόμουνα δεν άντεχα κι ευθύς

για να γλυτώσω απ’ τον πόθο τον πολύ

(κι ενώ εσύ βρισκόσουνα ήδη μες στο ταξί),

κρατώντας μπρος μου μια φωτογραφία

άγρια τράβηξα εγώ μια μαλακία.

 

 

ΤΟ ΚΕΦΙ ΤΗΣ

 

Καθώς το ΙΒΙΖΑ μας πήγαινε στη θάλασσα,

με των παιδιών την ιδιότυπη εκείνη προφορά πού ’χουν οι ξένες

μου είπε η Ελένα ανεμίζοντας

τη φούστα πάνω απ’ τη διχάλα των ποδιών της:

 

«Γιάννη τι ευτυχία είν’ αυτή!

Τι όμορφα περνούμ’ εμείς οι τέσσερις!»

«Ποιοι τέσσερις;» τη ρώτησα. Κι απάντησε αμέσως:

«Εγώ κι ο πούτσος σου, εσύ και το μουνί μου».

 

 

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΝΑΣ

 

Η Αριάνα είχε σκεπασμένους

τους τοίχους της καλύβας της με Μπος και Μποτιτσέλι

(ω Αφροδίτη αθάνατη ομορφιά, ω Primavera,

κι εσύ του Ιερώνυμου σοφά αποδοσμένη*

μύηση σ’ όλα τα επίπεδα ζωής).

Όμως την προσοχή μου συνεπήρε

μια συλλογή από σαΐτες αργαλειών,

μια συλλογή από ξύλινα μουνιά

σ’ όλες τις ποικιλίες τους και σ’ όλα τα μεγέθη.

Εκεί το γελαδόμουνο κι ακόμα

το φοραδόμουνο, αιδοία θαυμαστά

από θεές κι από διάσημες θνητές

όπως η Περσεφόνη, η Αράχνη, η Αθηνά, η Δήμητρα, η Ήρα, η Πασιφάη, η Ελένη, η Αρήτη, η Ιώ,

η Κατερίνα, η Βάσω, η Πηνελόπη, η Λαΐς, η Αρετούσα, η Ινώ.

Κάθε υφάντρας το μουνί ήταν εκεί

έτσι όπως το ’ξερε και το ’φκιασε ο άντρας της

τάχατες φκιάχνοντας σαΐτες αργαλειού,

ενώ τον ένοιαζε να αποθανατίσει

ό, τι γλυκύτερο συνάντησε στον κόσμο.

 

Κ’ η Αριάνα όταν πρόσεξε που κοίταζα

με περιπάθεια τα ξύλινα γλυπτά

εκείνες τις σαΐτες αργαλειών στο νου της έβαλε,

πως βλέπω εκεί αγαπημένων γυναικών

μουνιά που λάτρεψα σε χρόνους περασμένους.

Κ’ η ζήλεια στην καρδιά της σαν το φίδι

τη δάγκωσε κι αμέσως στο σεντούκι της

έτρεξε κι έβγαλ’ ένα νόμισμα παλιό

ένα πελώριο νόμισμα που πάνω του

παρίστανε τον μέγα Ηρακλή

να πολεμάει να σκοτώσει με το ρόπαλο

της Ύδρας τις φιδίσιες κεφαλές.

Κ’ είδα στο ανάγλυφο αυτό σα σε καθρέφτη

ότι εγώ ήμουν που πάλευα εκεί

με της Λερναίας τις φιδίσιες κεφαλές, εγώ χτυπώ

για να σκοτώσω εκείνους τους φαλλούς

που η Αριάνα λάτρεψε και χάρηκε

πριν από μένα και στη μνήμη της βαθιά

(ή μόνο μες στη σκέψη μου;) τους είχε φυλαγμένους.

 

 

ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ

 

Σάρκας απόλαυση ανάμεσα σε ψάρι της Αλάσκας αχνιστό

γαρίδες του Παλέρμου, μανιτάρια και τζατζίκι ελληνικό.

Κι ένα ποτήρι μπύρα Βοlaur.

K’ ύστερα μαλακία στο κρεβάτι σου

γιατ’ είσαι αλλοίμονο μονάχος σου στο Μόναχο

την ίδια ώρα που αμέτρητες γυναίκες

που ζουν κι αυτές μονάχες τους στο Μόναχο

στενάζουν αγκαλιάζοντας τον Άγιο Δονητή

γιατί απόκαμαν να παίρνουν το Θεό

στον αριθμό ο + ¥ + χάος

και να μην παίρνουνε απόκριση καμμιά.

Στενάζουν αγκαλιάζοντας τον τεχνητό φαλλό

χωρίς να ξέρουν που ο Θεός ενσαρκωμένος

γυρίζει ολομόναχος στο Μόναχο,

με κινητό όπου καμμιά τους δεν τον παίρνει,

αφού καθώς είναι καινούργιος εμιγκρές

τον αριθμό του ούτε ο Πάπας δεν τον ξέρει.

 

Μόναχο, 10 Νοεμβρίου 2003

 

 

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΟ

 

Με ρώτησαν στο Μόναχο

αν μου αρέσουν τα γερμανικά

κι από τις γλώσσες όλες ποια μ’ αρέσει τελικά..

 

«Όλες οι γλώσσες μού αρέσουν»  τούς απάντησα,

«αρκεί να τις ακούω από γυναίκες».              

 

TO ΓPAMMA ΠOY ΣOY ΣTEΛNΩ

 

Νέφη μπρος στον καθρέφτη μου περνούν.

Το ανθισμένο χέρι μου αστρόσκονη σκορπά.

Το γράμμα που σου στέλνω είν’ ο κόσμος.

 

 

 

H MEΓAΛH EΠIΣTPOΦH  

           

Για τρεις χιλιάδες χρόνια, πέντε, έξη, δέκα.

H ομορφιά σου που με κράτησε παράφορο.

K’ είναι για μένα το κορμί σου, ώ γυναίκα,

στη φυλακή του κόσμου ένα παράθυρο.

 

Φτερά πιο δυνατά από τα πόδια σου δεν ένοιωσα ποτέ πάνω στους ώμους μου.

Nά ’μαι που τερματίζω εδώ μες στο κορμί σου εκστατικός όλους τους δρόμους

 μου.

 

 

 

 

 

 

ΜΑΣΚΕΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΕ

 

 

ΜΟΥ ’ΠΕ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ

 

Έχεις φρουρά σου σταυροφόρες παπαρούνες.

Τα χαλασμένα σου παπούτσια διαρκώς με αλυχτούν.

Οι δρακοντιές σου κρύβουνε φαλλούς ωσάν ρομφαίες.

Και το χαρέμι σου αυτό των τριαντάφυλλων

που η θηλυκή μοσχοβολιά του με τρελαίνει.

 

Και βέβαια, και βέβαια, και βέβαια,

το κέρατό σου διαρκώς βερνικωμένο

από αιδοία μουσκεμένων γυναικών

ενώ ξερό είναι το δικό μου γαμοτσάρουχο.

 

Θα σου το πω ξανά κι ας ξευτελίζομαι:

Με βασανίζει λέω η ευωδιά των τριαντάφυλλων.

Ναι, το χαρέμι σου από ρόδα με τρελαίνει.

 

Α πόσο σε μισώ που μ’ αγνοείς.

Κάθεσ’ εκεί και γύρω σου ο κόσμος

υπάρχει από μόνος του χωρίς να τον γυρέψεις

ενώ εγώ φυτέ- φυτεύω κάμπιες διαρκώς

αλλά ποτέ μια πεταλούδα δεν φυτρώνει.

 

Έξω από τον φράχτη σου γυρνώ ο φθονερός

μα ο άχρηστος ο νους μου δεν σκαρφίζεται

τίποτε που να έχει αποτέλεσμα.

 

Κι αν σε σκοτώσω εδώ σ’ αυτό το σώμα σου

έχεις τη Γη για σώμα σου κι εκεί θα καταφύγεις.

Κι αν σε σκοτώσω και ως Γη, έχεις τον Ήλιο

σώμα σου που ’ναι δύσκολο πολύ να καταστρέψω.

Κι ο Ήλιος-σώμα σου βεβαίως το γνωρίζεις

κάποτε θα πεθάνει, μα εσένα

καρφάκι δεν σου καίγεται αφού κι ο Γαλαξίας

σώμα σου είναι και προπάντων

κρυφό χαρτί κρατάς μες στο μανίκι σου

τον Κόσμο-σώμα σου, το άπειρο, που όντας

αγέννητο, αιώνιο κι ακατάστρεπτο

είναι αθάνατο κι αυτό ’ναι που με κάνει

να σας μισώ παράφορα τους Έλληνες,

τους Ίωνες σοφούς και όλους όσους

βρήκατε τρόπο να ξεφύγετε απ’ το θάνατο

και αγνοείτε παντελώς την ύπαρξή μου.

 

 

ΕΛΛΑΔΑ 1999

 

Στον Κ. Καρυωτάκη· στον Διονύσιο Σολωμό

 

Η Εκκλησία γυρεύει πελατεία,

κάνει εκπτώσεις, προσκαλεί τη νεολαία

να συνταχτεί με τη δική της τη σημαία

για νά ’βρει δύναμη και πλούτο κι ευτυχία.

 

Τα κόμματα γυρεύουν πελατεία·     

θα κάμουν σίγουρα το άδικο πιο άδικο.

Αφίσες και μεγάφωνα, παράτες, μεγαλεία.

Ω θεία Ελλάδα, ω απέραντο σκυλάδικο.

 

Οι νταβατζήδες ψάχνουν πελατεία·     

πουλούν το κρέας τους στην πιο φτηνή τιμή.

Μπορεί να βρίσκει την οδό της την ευθεία

ακόμα και η πιο στραβιά ψωλή.

 

*

Κανείς μη χάσει τις ειδήσεις των οχτώ.

Στην άσφαλτο, στο πάρκο, στην πλατεία

για κάθε γούστο τζάμπα δυστυχία

για κάθε βίτσιο αίμα αχνιστό.

 

Χαζοχαρούμενες κυρίες (σταρ τις λένε

της τηλεόρασης) πολύ ευγενικά

θα σας μυήσουν σε κηδείες και γενικά     

θα απολαύσετε ανθρώπους που θα κλαίνε.

 

Γουλί κεφάλια, δήμιοι με γραβάτα,

για τα αφεντικά τους θα σας πουν

πού έβηξαν, πού έκλασαν και πώς αποπατούν

φορώντας φουστανέλες είτε φράκα.

 

*

Στεφανωμένος απ’ του ορίζοντα το φράχτη

το τέμπλο αγγίζω του πανάρχαιου βουνού.

Ράβδοι κοντά μου ηχηρότατου νερού.

Και να η θεότης του μεγάλου καταρράχτη.

 

Μοιράζει το αστείρευτο κορμί του

στ’ αγρίμια, στους αγίους, στους ληστές και στα πουλιά.

Ο ποιητής που στάθηκε, έχασε τη φωνή του

μόλις αντίκρυσε την τόση ομορφιά.

 

Η ανθισμένη του δορά χίλιους αιώνες

κρέμεται πλάι στο βραχόγκρεμο εκεί.

Κι αυτός να παίζει κομπολόι από σταγόνες

καθώς ολόγυμνος στην άβυσσο πατεί.

 

 

ΗΑΡΧΙΛΟΧΕΙΟΝ, ΚΥΝΙΚΟΝ

 

Ακούσατε, ακούσατε, οι κώλοι εξουσιάζουν

και μιαν αγάμητη Σουσού ως ταξιθέτρια βάζουν.

 

«Το λέει το πρωτόκολλο πως δεν είναι για όλους

οι θέσεις της πρώτης σειράς μα για τους πρώτους κώλους».

 

«Μόνο που το πρωτόκολλο δεν έγινεν απ’ όλους

μα οι πρώτοι κώλοι τό ’φκιαξαν δια τους πρώτους κώλους».

 

«Ποτέ μην κάθεσαι σ’ αυτές» μου λένε κάτι μάγκες

«αυτές είναι για άτομα με ειδικές ανάγκες».

 

Αχ πού ’σαι Διογένη μου, εμπρός τους να τον στύσεις

και το σκυλίσιο σπέρμα σου στα μούτρα τους να χύσεις.

 

Πού ’σαι Καραϊσκάκη μου τον βούρδουλα να πιάσεις

και ως το κόκκαλο βαθιά τη βουρδουλιά να φτάσεις.

 

Το πίστεψαν οι άχρηστοι πως είναι ηγεσία

με ψήφους που ετοίμασε το ΝΑΤΟ και η ΣΙΑ.

 

Για συνετίστε τους παιδιά πριν μού ’ρθει να  ορμήξω

και με χαστούκια ηχηρά τις κωλομούρες πρήξω.

 

 

ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΑΝ ΚΑΙΟΜΕΝΗΝ

ΚΑΙ ΜΗ ΒΑΤΕΥΟΜΕΝΗΝ

 

Ρωτάς λοιπόν τι θα ψηφίσω εγώ;

Μα ξέρεις πάντοτε ψηφίζω το Θεό.

 

Και για να δώσω πλήρη απάντηση στα λόγια σου:

Η κάλπη βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια σου.

 

 

ΓΙΑΠΗΣ ΠΗΓΕ ΣΕ ΓΙΑΠΙ

 

(Ποίημα για όσους δεν τους αρέσει ο Έλιοτ, ο Καβάφης,

ο Σεφέρης, ο Ρίτσος κ.λπ.

και θέλουν κάτι που να το καταλαβαίνουν)

 

Γιάπης πήγε σε γιαπί

να μαδήσει ένα παπί

και τον πιάσαν τα λαμόγια

να τον δώσουνε στον μπόγια.

 

Τους ξεφεύγει κι αστραπή

χώνεται σ’ ένα καπί

τις γιαγιάδες να γαμάει

και γερά να κονομάει.

 

 

ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΤΣΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ

 

Ο Λύκος βγήκε στα βουνά

τον αδερφό του το φονιά

τον Άγιο Ήλιο ν’ ανανταμώσει

κι ένα στιχάκι να του δώσει:

 

«Χαίρε ο που μεσουρανείς

κι όλη τη Γη ζωογονείς·

που βασιλεύεις όταν δύων

ο ακατάσβεστο αιδοίον».

 

 

ΜΟΥ ’ΠΕ ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙΟΝ

 

Μού ’πε της Ευφροσύνης το παιδίον:

«Πάντα εγώ τ’ αλλότρια τα κρίνω εξ αιδοίων»

 

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΦΗΒΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

 

«Με σάτυρο και με Χριστό μοιάζει αυτός.

Μα είν’ αλήθεια πως τα έχει τα χρονάκια του.

Σαρανταπέντε με πενήντα. Ή πιο πάνω;

 

Υπάρχουν κούκλοι γύρω μου, τι να τον κάμω αυτόν;

Και οι γονείς μου θα μου λέγαν «τον παππού σου;».

 

Μ’ αν είχ’ εκατομμύρια, οι άχρηστοι,

νέο θα τον ευρίσκανε και με χιλιάδες χάρες.

 

Να τον ξανακοιτάξω. Ωχ, αμάν!

Μ’ αρέσει διάβολε! Κι ανάθεμα, ανάθεμα

στην κοινωνία τη φθονερή, στην κοινωνία

τη δολοφονική που δεν αφήνει

ν’ αγαπηθούμε λεύτερα, μ’ όποιονε μας γουστάρει».

 

 

ΦΩΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Α

 

Η Εκκλησία να ευλογά την συζυγο-πορνεία.

Κι ο νταβατζής να μας πουλά στου πάρκου τη γωνία.

 

Β

Μας θέλουν στα ναρκωτικά και στα ψυχιατρεία

παρά ν’ αναστενάζουμε στου πούτσου τη λατρεία.

 

 

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

 

«Βγάζεις λεφτά» μου λένε «από την ποίηση;»

«Λεφτά;» τους απαντώ, «λεφτά;

Βγάζει λεφτά ποτέ ο εραστής;

Λεφτά βγάζει μονάχα ο νταβατζής».

 

 

ΤΑ ΔΙΑΛΥΤΙΚΑ

 

Εγκαταλείψανε τους τόνους, την παράγραφο κι ακόμη

τα διαλυτικά

(αυτούς τους τέλειους διδύμους της γραφής μας).

Έτσι στις ψησταριές και στις ταβέρνες τους δεν θά ’βρεις

παϊδάκια·

όλοι τους πια σερβίρουνε παιδάκια.

 

 

ΣΤΟΝ ΟΜΑΡ ΧΑΓΙΑΜ

 

Κάποιες σκατόμυγες πασχίζουνε Ομάρ

από της ποίησης τον χάρτη να με σβήσουν.

Αλλά ω Σύμπαν φιλικό κι άγρια Δίκη του Ηράκλειτου

όταν ο Κρίσνα, ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Χριστός

αδυνατούν να σβήσουν τον Ωρίωνα, τις Άρκτους, τις Πλειάδες από τούτη την ασπίδα

            που τη λέμε ουρανό

πώς θα μπορούσαν οι σκατόμυγες να σβήσουν τ’ όνομά μου και τα ξόρκια μου απ’

του Ήλιου τον τον τροχό;

 

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Μονάχα τα σφαγμέν’ αρνιά, αυτά αναστηθήκαν.

Γίναν θερμίδες, λίπη, οσμή, γίναν χοληστερίνη

γίναν ορμόνες και σκατά στο σώμα των σφαγέων.

Γίνανε σκέψεις πλαδαρές να κλείσουνε το δρόμο

προς τη μηλίτσα του βουνού, στον εγκρεμό των άστρων

στο χάος χάσμα των νυμφών, στο ιερό σκοτάδι

προς τ’ αναστάσιμο φιλί, μες του μουνιού τον Άδη.

 

 

ΤΟ ΚΑΛΑΜI*

 

 

ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΟ ΚΑΛΑΜΙ

 

Καλάμι εσύ που ο τσιφούτης όλα τα λεφτά του εντός σου έχει μάσει

και δεν τολμά να παίξει μετά σου μην τύχει, και τα χάσει.

 

Καλάμι που σε ίππευσε κι ο γάιδαρος των όνων η κουφάλα

και γύριζε σε στέκια επαρχιώτικα και φώναζε τον κόκκορα κεφάλα.

 

Καλάμι εσύ που σε ιππεύουν μπουρδολόγοι Αθηναίοι, Πατρινοί και Αγρινιώτες

κι έτσι φαντάζονται πως είναι συγγραφείς και ποιητές και του Σωτήρος οι ιππότες.

 

Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι απ’ τους ομοίους τους παινεύονται για όποια τυπωμένη τους βλακεία

κ’ ύστερα πάνε και πουλάνε μούρη σοβαρού, στοχαστικού μεγάλου ανδρός στα καφενεία.

 

Καλάμι που σε ίππευσε ακόμα κ’ η Γυναίκα εκείνη από τη Ζάκυνθο του Αγίου Σολωμού,

κι όσα κακά δεν εύρισκε στους άλλους τα ’φκιαχνε μονάχη από τον ίδιο της το νου.

 

Καλάμι που σε ιππεύσαν κριτικοί κι εν τέλει εσύ κακό το τέλος είχες

γιατί ως λέγουν πάντα της ψωλής που ’ναι κοντή της φταίγανε οι τρίχες.

 

Καλάμι που σε ιππεύουνε αυτοί που μεταξύ τους δίνουνε και παίρνουνε βραβεία

και κάνουνε τον Κώστα Καρυωτάκη απανωτά να φτάνει σε θανάτου οργασμούς από αηδία.

 

Καλάμι που σε ιππεύουν όσοι πίσω απ’ αρχόντων κ’ ιερέων κουστωδία

κρύβονται για να κάνουνε επίσημη και νόμιμη την όποια δυσωδία.

 

Καλάμι περιμένεις από βάρβαρους ηγέτες ν’ αγαπήσουνε τα δώρα των Μουσών;

Κοίτα τους υπουργούς τους με τι ζήλο οι αχρείοι παραχώνουνε το στόμα των βρυσών.

 

Καλάμι δεν με νοιάζουν οι τιμές τους κι όλα εκείνα που ο Έλιοτ ονόμασε κηλίδες

μα είναι που σκοτώνουν την ψυχή κάθε λαού για να την κάνουν παλιοσίδερα και βίδες.

 

 

 

Υ.Γ.

Καλάμι που σε δώσανε ως σκήπτρο στο Χριστό

για να του κάνουνε με σε τον εμπαιγμό χειροπιαστό

 

μα δεν ηξεύρανε πως ήσουνα το πλέον ταιριαστό

για βασιλέα ποιητή και για εξόριστο θεό.

 

Καλάμι όσοι είναι στα μετόπισθεν δεν ξέρουν

ποιος είναι όντως ο εχθρός και για ποιο λόγο υποφέρουν.

 

Κι ούτε μπορεί κανείς να φτάσει εκεί να τους το πει

γιατί τα νέα τούς τα φέρνουν αλλαγμένα οι εχθροί.

 

Αλλοίμονο στους αγγελιοφόρους.

Οι ψηφοθήρες θέλουν μόνο ψηφοφόρους

 

και πληρωμένοι χειροκροτητές

τους κρύβουν σα σκοτώνουν ποιητές.

 

Καλάμι μόνο αν βρίσκεσαι στην πρώτη τη γραμμή

ξέρεις ποιος είναι ο εχθρός, πώς πολεμάει, και γιατί.

 

 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΙ

 

Χαίρε καλάμι εσύ το κάλλιστο ραβδί για τους σοφούς,

για τ’ αβατάρ για τους ασίχ για τους ουράνιους φτωχούς.

 

Καλάμι εσύ που σ’ έχουν στις αυλές για να φυλάγουν οι γιαγιές τα κολοκύθια

ή σε κρατούνε οι πεντάμορφες τσοπάνισσες χηνών στα παραμύθια.

 

Καλάμι εσύ που μες στο κούφιο σου εκρύψαν τα περίφημα εκείνα

αυγά μεταξοσκώληκα που φέραν οι καλόγεροι απ’ την Κίνα.

 

Καλάμι εσύ που με το πλήθος σου οι άνθρωποι σκαρώνουν

μεσότοιχους και φράχτες και καλύβια και σκεπές να μην κρυώνουν.

 

Καλάμι εσύ που προφυλάσσεις απ’ το ρέμμα το χωράφι του φτωχού,

καλάμι εσύ που την τσιγγάνα κάνεις πλέχτρα και κανίσκω ή καλαθού.

 

Καλάμι εσύ του βάλτου καταφύγιο των πουλιών και των ληστών

στέκι της λιμπελούλας και χαρά των αμφιβίων εραστών.

 

Καλάμι εσύ που σ’ έκοψε και σ’ έφκιασε ο Παν αυλό κλιμακωτό

για να σκορπίζει γοητεία, ευφροσύνη θεϊκή και πανικό.

 

Καλάμι πού ’γινες η πένα ποιητών, και καλλιγράφων και ζωγράφων το τοτέμ

κ’ είναι από ’κει που οι Άραβες ακόμη ονομάζουν τα μολύβια τους καλέμ.

 

Καλάμι εσύ το ράμφος μάσκας που σε κάνανε τσαμπούνα του Θεόκριτου οι βοσκοί

κι όμως τον πιο αρχέγονο απ’ τους ήχους σου τον δίνεις προσδεμένο στης πανδούρας

το ασκί.

 

«Ένα καλάμι είμαι που το έκοψε και το ’καμε φλογέρα ο Θεός»,

λέγει ο Νίκος Καζαντζάκης ο μεγάλος Κρητικός.

 

Και ο Σεφέρης: «Να ’μαι, που κρατώ ένα καλάμι, μια φλογέρα

που ένας βοσκός μου ’χει χαρίσει επειδή του είπα καλησπέρα».

 

Καλάμι νοιώθω πάμπλουτος στα φύλλα σου σα βλέπω να κυλάει διαμαντένια η δροσιά.

Όμως εγώ γιατί μαλαματένιες

φλογέρες συλλογίζομαι πάντα όταν οι άλλοι

τριγύρω μου μιλάνε για φλουριά;

 

Καλάμι είσαι κούφιο και στον άνεμο λυγίζεις με μια χάρη θηλυκιά

κι όμως με ψίχα ζάχαρης γεμίζεις για να θρέψεις της ερήμου τα παιδιά.

 

Καλάμι εσύ που η παρουσία σου κι ο ήχος σου αποδιώχνουν μακριά

φίδια και σκύλους, δράκοντες, ακρίδες, κι όλα τ’ άγρια θεριά.

 

Καλάμι εσύ κοντάρι του αγίου κι άλογο γενναίο του παιδιού

που καβαλώντας σε τον μύθο του βιώνει και καλπάζει άφοβα παντού.

 

Καλάμι που σε βάζουν στις πηγές για να μαζεύουν το νερό

κ’ είναι απ’ τ’ αυλάκι σου εκεί που ξεκινά την ιστορία του το ρο.

 

Καλάμι εσύ που γίνεσαι του αγρότη η χρυσή καλαμωτή να πιάνει ψάρια

κι άσκοπα πια φωνάζει ο ψαράς πως τα δικά του «είναι φρέσκα κι  απ’ τ’ Αμπάρια».

 

Καλάμι εσύ που σκύβεις με κλωστή κι αγκίστρι μες στο χάος του νερού,

πότε θα πιάσεις το λαμπρό εκείνο ψάρι που μηνίσκο αποκαλούν του φεγγαριού;

 

Καλάμι που με σένανε τινάζουν απ’ τα δέντρα τους καρπούς πάνω στη γη.

Καλάμι πού ’χει πάρει τ’ όνομά σου τ’ ομορφότερο ιόνιο νησί.

 

Καλάμι εσύ που απόμεινες μονάχο μες στην έρημο του νου

εσύ μονάχα βρέθηκες και τίναξες το δέντρο τ’ ουρανού,

 

κ’ είναι από σένανε που πέσαν τ’ άνθη πάνω στα κορμιά των γυναικών

κ’ είναι από σένα που βαδίσανε στη Γη τα τέκνα των θεών

 

αυτά που ο μέγας κίνδυνος εγίνανε Εβραίων κι Εθνικών

γιατί απ’ το χοιρομάντρι πάσχισαν να βγάλουν το κοπάδι των θνητών.

 

Χαίρε καλάμι που σφυρίζεις σ’ ένα στίχο του Σεφέρη μ’ έναν τρόπο λυδικό.

Χαίρε που ποίημα έγινε και ύμνος και τραγούδι το δικό σου ριζικό.

 

Ο γλύπτης βρήκε έτοιμο στη ρίζα σου τον δράκοντα που γύρευε καιρό

κι ο ιερεύς τον θεϊκό ξανάβρε κερασφόρο πρόγονο Κριό.

 

Καλάμι εσύ που κάνεις πολυόροφο το τίποτε, το χάος, το κενό

αυτό που το γεμίζει ο καθένας μ’ ό,τι έχει (ή νομίζει ότι έχει) στο μυαλό.

 

Χαίρε μασούρι που η κλωστή σ’ εσέ μονάχη ετυλίχτη.

Χαίρε μασούρι της θεάς που ’χει τις φλέβες μου για δίχτυ*.

 

Χαίρε που κλείνεις στο ασήμαντο χρυσάφι σου το απόλυτο σκοτάδι.

Χαίρε που στον λιανό σου πύργο φιλοξένησες το Χάρο και τον Άδη.

 

Χαίρε καλάμι εσύ που ’σαι το σκήπτρο των σοφών.

Χαίρε το βέλος τ’ ουρανού και το ραβδί των ραψωδών.

 

 

______________­­­­­­­­­­

* Η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη· για το δίχτυ των φλεβών μάς μιλούν, τόσο ο Σεφέρης, όσο κι αρχαίοι Έλληνες ποιητές. Η θεά εδώ πρωτίστως είναι η Μοίρα και δευτερευόντως η Αφροδίτη.

 

 

 

 ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

 

 

ΨΑΡΙ ΜΑΓΕΜΕΝΟ

Συννεφοκάραβο, το ύψιλον σχεδόν

όπως θα το ’φκιαχνα παιδάκι δυο ετών.

 

Μάτι έχει στην πλώρη αχτινωτό

κι άστρο έχει στην πρύμη κεντητό.

 

Και ναύτης ο Ωρίων που απλώνει       

το αστερένιο δίχτυ και ξαμώνει

 

ψάρι χρυσό να πιάσει μαγεμένο

π’ όλο γλιστρά και βγαίνει αλλαγμένο

 

πήδημα είναι μέγα κάθε φάση του

νύχτα και παρά νύχτα προς τη χάση του.

 

 

ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΓΚΑΛΕΡΙ

           

Τεσσερεσήμιση πρωί

από τον ύπνο σου αν βγεις

στην πιο αρχαία γκαλερί

του ουρανού μπορείς να δεις

λαμπρή καθάρια ν’ ανατέλλει

του Ωρίωνα η ζωγραφιά

που τις Πλειάδες κυνηγά

με τόξο αστέρινο και βέλη

από χρυσάφι και φωτιά.

 

Ο Κύων πίσω ακολουθεί

που ’χει το Σείριο κεφαλή.

 

Στην πιο αρχαία γκαλερί.

 

Ούτε βαρβάρου επιδρομή

ούτε πλημμύρες και σεισμοί

μπορούνε κάτι να χαλάσουν

ή μια ψηφίδα ν’ αποσπάσουν.

 

Στην πιο αρχαία γκαλερί

όπου καθείς μπορεί να μπει

χωρίς να δώσει πλερωμή.

 

Μπήκαν και πλούσιοι και φτωχοί

σκλάβοι κι ελεύθεροι, πιστοί

και άπιστοι και στρατολάτες

βοσκοί, εμπόροι κι απελάτες

και ναυτικοί και ζευγολάτες,

ήρωες, ποιητές, σοφοί,

μάγοι, ζητιάνοι, βασιλιάδες

και αστρονόμοι και νομάδες

άτομα και λαοί κι ομάδες

κι εξορισμένοι στα νησιά

Μακρόνησο και Κω και Τζια.

Μπήκαν και ζώα και φυτά

κ’ η θάλασσα που αντανακλά

με των δακρύων της τον καθρέφτη

το άστρο το πουλί τον κλέφτη

κι όλο τον όμορφο ντουνιά

τον άχαρο και το φονιά,

την απερίσκεπτη πλεμπάγια

που υποδέχεται με βάγια

τον άγιο και τον ληστή

πριν τους σταυρώσει ή τους θάψει

μες στο μπουντρούμι και στη χάψη.

 

Στην πιο αρχαία γκαλερί

που πάντα ρει και πάντα μένει

μοναδική στην οικουμένη

για κείνον που στην ομορφιά

αναζητεί παρηγοριά.

 

 

ΣΤΗ ΘΗΒΑ ΤΗΝ ΕΦΤΑΠΥΛΗ

           

Στη Θήβα την εφτάπυλη προς Βόνιτσα μεριά

τσιγγανοπούλες πλένανε πολύχρωμα σκουτιά.

Ο βασιλιάς Οιδίποδας πεζοπορών τυφλός

τις είδε μες στου νου το φως και τις ρωτάει «Πώς

εφτάσατε κοπέλες μου στης Θήβας την πηγή;

Από ποια χώρα είσαστε και από ποια φυλή;».

 

«Είμαστε αντανάκλαση εκείνου που θα δεις

χιλιάδες χρόνους ύστερα όταν εδώ διαβείς

με ΙΒΙΖΑ ταχύτατο (άμαξα δίχως ίππους)

και θα ’σαι τότε ποιητής κι όχι τυφλός Οιδίπους».

 

 

ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ

 

Μαθαίνω τελευταία πως οι άνθρωποι

πολύ συχνά πεθαίνουν από έμφραγμα

ή εγκεφαλικά κι απελπισία επειδή

δε βρίσκουν πάρκινγκ. Ναι, δεν βρίσκουν πάρκινγκ.

Ο άλλος, κάποιος μ’ αριθμό τον ΑΒΓΔΖΗΘΙΚΛΜ

9.099.843.211.507.9887

έψαξε όλη τη Γαλλία, δεν βρήκε τίποτε,

ανέβηκε στις Άλπεις, τίποτε, κατέβηκε Ιταλία, έφτασε

μέχρι την Αίτνα, το ηφαίστειο

όλο κατειλημμένο, έφυγε προς Ρώμη, Βενετία, πέρασε ψηλά

στο Βελιγράδι, έφτασε στα Σκόπια, διάβηκε

προς την Κωνσταντινούπολη, επιτέλους

στο Κουρδιστάν βρήκε και πάρκαρε ψηλά

σε ένα δέντρο.

 

Όμως αυτό ήταν το δέντρο τ’ ουρανού

όπου παρκάρουν μόνο οι πεθαμένοι.

 

 

Ο ΕΛΙΟΤ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

 

«Starnbergersee, Hofgarten», είναι λέξεις

που συναντάς κατηφορίζοντας την πρώτη απ’ τις πλαγιές

αυτού που ο Τόμας Έλιοτ ονόμασε

«έρημη χώρα» (The Waste Land).

«Εκεί νοιώθεις ελεύθερος», μας λέει, «in the mountains» (στα βουνά).

Κ’ ίσως το πλήθος βλέποντας των αλπικών λιμνών

μιλά για «ερημιά από καθρέφτες».

 

Και δικαίως

θα ρώταγε κανείς: Σε τέτοιους τόπους,     

πανέμορφους, πού είδες ποιητή

αυτό που αποκαλείς «έρημη χώρα»;

 

Αλλού θα μας τη δώσει την απάντηση: «Στα χορικά του βράχου»:

«Η έρημος», μας λέει, «δεν βρίσκεται στους νότιους τροπικούς      

αλλά μες στην καρδιά του αδερφού σου».

 

Starnbergersee, Feldafing, 11 Νοεμβρίου 2003

 

 

 

ΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ

 

Το που μου κλέψαν το μπουφάν δεν είναι τίποτε,

κι ο κλέφτης του ας είν’ ευλογημένος.

Όμως σαν κάνει ψύχρα και μου λείπει

(δεν έχω ένα δεύτερο μπουφάν) όταν κρυώνω

ίσως να ρίξω κάμποσους χριστούς και παναγίες.

Γιατί κι ο κλέφτης πρέπει (ρε γαμώ το)

να ’ναι ένας σοφός,

να ’χει αίσθηση του δίκαιου, να κλέβει αυτόν που πρέπει.

 

 

           

H ΦΤΩΧΕΙΑ

 

Η φτώχεια με τραβάει προς τη λύτρωση.

 

«Σου φτάνει» λέει «ένα μικρό καλύβι στο βουνό

ή πιο σωστά να κατοικείς σε μια κουφάλα δέντρου.

 

Από βιβλία σου φτάνουνε ποιήματα

και παραμύθια.

 

Κ’ ίσως ούτε κι αυτά.

 

Σου πάει πιο καλά μια εντελώς

άδεια βιβλιοθήκη.

 

Αν και το τέλειο θα ήτανε τα ξύλα της

να επιστρέψουν το ταχύτερο στο δάσος.

 

 

ΑΓΡΙάΝ

 

Τους κυνηγούς δεν ζήλεψα που με κοντάρια ή βέλη

οχτάποδες  καρφώνουνε  σελάχια κι άγρια μύδια

ή τ’ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε

και αχινούς.

 Ζηλεύω εγώ

όσους με βέλος ρίχνουν

άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,

τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ

απ’ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

 

Μα πάνω απ’ όλους ξέχωρα εκείνον μακαρίζω

τον άγριο τον ποιητή που το κορμί του κάνει

τόξο και βέλος έχοντας τον άγριο φαλλό του

καρφώνει τα δασύτριχα, χυμώδη αγριομούνια.*

 

_________

*Άλλη απόδοση της τελευταίας στροφής:

 

Μα πάνω απ’ όλους τους θνητούς ξέχωρα μακαρίζω

αυτόν που με τον άγριο φαλλό του που πυρώνει

χυμώδη αγριόμουνα εκστατικός καρφώνει.

 

 

ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2005

 

Ανάμεσα στα κόκαλα της γης τα μαυρισμένα

κολπίσκος όπου η θάλασσα χαλίκια έχει στρωμένα.

 

Λουλούδι η ομπρέλα μας φυτρώνει εκεί στη μέση

και πέταλα οι πετσέτες μας που μόλις έχουν πέσει.

 

Κανένα σύννεφο ή στουπί τον ήλιο για να σβήσει

κανένα χτένι από βροχή τους λόφους να χτενίσει.  

 

Κοίτα εδώ στα κόκκαλα της γης τα ξασπρισμένα

μάσκες και ζώα μυθικά, τέρατα πετρωμένα·

 

ανθοδοχεία οι τρύπες τους, κόγχες γεμάτες φύκια

κι εδώ το χάσμα που κρατεί ως δόντια τα χαλίκια·

 

πρόσωπα όπου πέτρωσε η έσχατη οδύνη

κι άλλα που σκέψης υψηλής κρατούν την ευφροσύνη.

 

Πλέω και βλέπω στο βυθό: Οι μαύροι γαλαξίες

τω αχινών και οι πορφυροί γίγαντες αστερίες.

 

Ψάρια μες στα φαράγγια σου, θάλασσα, στους γκρεμούς σου

τη λύτρωση αναζητούν στα βάθη τ’ ουρανού σου.

 

Ψάρια του πόθου σχήματα, γυρεύουν ένα τέλος

και μοιάζει το καθένα τους για όλα τ’ άλλα βέλος.

 

Θάλασσα είσαι η σύναξη των άπειρων δακρύων  

ή μήπως ο γλυφός χυμός αμέτρητων αιδοίων; 

 

Ροδάκινο λαμπρό κρατούν τα δόντια τ’ άγριου χοίρου

κι ο ήλιος στα σαγόνια δες της γης και του απείρου.

 

Το πάθος μας αν και βουβό κραυγές χαράς εγίνη

όταν κοντά μας πήδηξε σβέλτο γοργό δελφίνι.

 

Θάλασσα γίνε της χαράς το πρόσωπο που κλαίει

άβυσσος μήτρα πάρε με στ’ απύθμενά σου ελέη. 

 

Ανάμεσα στα κόκκαλα της γης τα μαυρισμένα

η Κυμοθόη κάτασπρα χαλίκια έχει στρωμένα.

 

 

ΔΕΚΑΕΞΗ  ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ*

(παραλλαγές πάνω στο αιώνιο θέμα)

 

Αητός καθόταν κι έκλαιγε πάνω σε δυο λιθάρια

που τη φωλιά του φράζουνε τα δυο σου τα ποδάρια.

 

Η παπαρούνα πριν στη γη το σπόρο της σκορπίσει

τα πέταλά της φλογερά φιλιά θα της χαρίσει

 

Κάμπε γαλάζιε που γοργά σ’ οργώνουνε καράβια

κι έχεις ανθό σου τον αφρό και για καρπούς σου ψάρια.

 

Όσοι την ομορφιά της Γης δεν πήρανε χαμπάρι

οικόπεδο γυρεύουνε να πάρουνε στον Άρη.

 

 Το τζην και την κιλότα σου, όταν μαζί τα βγάζεις

πιο λεύτερα μες στη χαρά του παιχνιδιού με βάζεις.

 

Φίμωτρα να μην βάζετε στου έρωτα τα ζώα

λεύτερα στου παράδεισου αφήστε τα την πόα.

 

Από χυμό πλημμύρισε η αυλακιά της ήβης·

είναι που με τα μπούτια σου τ’ άνθος της σάρκας στύβεις.

 

Γαρύφαλλο στον εγκρεμό του σκοτεινού σου δάσου

να γλείψω θέλω τη γλυφή δροσιά στα πέταλά σου.

 

Άσε τη δίψα να γευτώ στο αλάτι του ανθού σου

κ’ ύστερα το ξεδίψασμα στα βάθη του  κορμιού σου.

 

Σαν τράγος που τον πόθο του τον κέντρισε η αρμύρα

να ξεδιψάσω επιθυμώ μες στη μουνοπλημμύρα.

 

Με τα ξανθά βαρέθηκα. Δίψασα για τα μαύρα:

Της Αλγερίας άνεμος και της Συρίας αύρα.

 

Μην τυραννάς τον άνδρα σου, άσ’τον συχνά να χύνει

γιατί σα θα ’ναι ευτυχής, λεύτερη θα σ’ αφήνει.

 

Αητός κρυφοκαμάρωνε πάνω σε δυο λιθάρια

πού ’χει φωλιάν ανάμεσα στα δυο σου τα ποδάρια.

 

Άλλο δεν σκέφτομαι παρά πότε θα σ’ ανταμώσω

και μ’ αναστεναγμούς χαράς το σώμα σου να οργώσω.

 

(ΡΟΔΙΝΟΣ ΛΑΡΥΓΓΑΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ

ΠΟΥ ’ΧΕΙ ΦΤΕΡΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΚΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ)

 

Έγλειφα το αλάτι εγώ στ’ άνθος του εγκρεμού σου

φιλώντας που και που  αρπαχτά τους έξοχους μηρούς σου.

 

Μα όταν εμπαινόβγαινα στην πύλη της αβύσσου

με γλείφανε οι δροσερές φλόγες του παραδείσου.

 

 

 

_______________

* Μαντινάδες· αρχικά, ομοιοκατάληκτα δίστιχα, απαγγελλόμενα στις μαντικές ερωτικές. τελετουργίες του Θερινού Ηλιοστασίου.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ